Σάββατο 11 Απριλίου 2015

Η Εικόνα της Αναστάσεως


Ἡ ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ Μυστικὸς Κόσμος τῶν Βυζαντινῶν Εἰκόνων»
Χρήστου Γ. Γκότση (Ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία)


 
Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες.
Ἀργότερα ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ τύπου αὐτοῦ πλουτίστηκε μὲ τὶς σκηνὲς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ (τὸ «Μὴ μοῦ ἅπτου») καὶ στὶς δύο Μαρίες (τὸ «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων»).
Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκη γράφει σχετικά: «Οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις χρησιμοποιοῦνται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε. Τόσο τὰ Εὐαγγέλια, ὅσο καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σιγοῦν γιὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ δὲ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, πράγμα ποὺ δὲν κάνουν γιὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Οὔτε ἡ εἰκόνα δείχνει αὐτό. Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐκφράζει καθαρὰ τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο γεγονότων. Ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἦταν ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπρόσιτη σὲ ὁποιαδήποτε ἀντίληψη... Ὁ ἀνεξιχνίαστος χαρακτήρας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ συνεπῶς τὸ ἀδύνατο τῆς ἀπεικόνισής του εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπουσιάζουν εἰκόνες αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὑπάρχουν δύο εἰκόνες, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ ποὺ συμπληρώνουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι συμβολικὴ παράσταση. Ἀπεικονίζει τὴ στιγμὴ ποὺ προηγήθηκε τῆς θεόσωμης Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ – τὴν Κάθοδο στὸν Ἅδη, ἡ ἄλλη τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ».
Τὰ παραπάνω συμφωνοῦν καὶ μὲ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπογραμμίζουν τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ παραλληλίζουν μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν ἐμφάνισή του στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση («Προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». «Ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς σου»).
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο τύπους τῆς Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ Χριστὸ γυμνό, μ᾿ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική. Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς της Ἀναγέννησης. Ὑποστηρίχθηκε πῶς «ἡ μεγάλη προτίμηση γιὰ τὴν δυτικότροπη ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως ὀφείλεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ στὴν ἐπίδραση τῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού, ἀντιγραφόμενη στὰ διάφορα ἐνθύμια τῶν προσκυνητῶν, ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ πολλοὺς ζωγράφους. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, ὁ συγκεκριμένος εἰκονογραφικὸς τύπος, διαδόθηκε τόσο ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅσο καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους Τόπους» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 357).
Παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ ἀναλύσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ λέγεται καὶ «Ἡ εἰς ᾍδου Κάθοδος, γιατὶ εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἣν παρέδωσαν ἡμῖν οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει ἴδια τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον, ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων, τροπάριον, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτω θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).
Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας
Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσά σε ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε τὶς μαρμάρινες σαρκοφάγους, τὶς πύλες τῆς κολάσεως μὲ τὶς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ τὶς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατα τῆς γῆς», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ᾿ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».
Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου τοῦ ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:
Περιγραφή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/pasxa/icon_anastasis3_small.jpgΧριστὸς κατελθὼν πρὸς πάλην ᾍδου μόνος,
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλὰ τῆς νίκης σκύλα (=λάφυρα).
Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.α. Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων.
Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος κρατάει στὸ χέρι τοῦ τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.
Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ».
Ὡραῖα παρατηρήθηκε, πῶς «ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ᾿ ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου ἀποκτᾶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης..., σ. 327).
 ΠΗΓΗ: http://users.uoa.gr/

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ



 Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο 
 
1. Ὁ μέγας Πατήρ καί οἰκουμενικός Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ κατεξοχήν ἑρμηνευτής καί κήρυκας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀναφέρεται συχνά πυκνά στό ὑπερφυές γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ Ἀνάσταση προβάλλεται ἀπό τόν ἱερό Πατέρα κατά τόν τρόπο πού προβάλλεται καί ἐξαγγέλλεται ἀπό τόν ἴδιο τόν λόγο τοῦ Θεοῦ: ἀπό τά Εὐαγγέλια, ἀπό τόν κατεξοχήν ἀγαπημένο του ἀπόστολο Παῦλο, ἀπό τούς λοιπούς ἀποστόλους, συνεπῶς ὄχι ὡς ἕνα συμβάν στήν ὅλη ζωή τοῦ Κυρίου, ἀλλ’ ὡς ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο  «κατελύθη ὁ Ἅδης καί ὁ θάνατος τέθνηκε καί ζωῆς ἠξιώθημεν», ὡς ἐκεῖνο δηλαδή διά τοῦ ὁποίου ἐπῆλθε ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τήν ἴδια ἡμέρα πού ἑορτάζουμε τήν λαμπροφόρο ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, κατά τή θεία Λειτουργία καί μάλιστα πρό τῆς θείας Κοινωνίας, τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου κείμενο ἐπιλέγει ἡ Ἐκκλησία μας, τόν γνωστό Κατηχητικό λόγο του, προκειμένου νά τονίσει τή σημασία αὐτῆς: «Εἴς τις εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί φαιδρᾶς πανηγύρεως…»
Εἶναι αὐτονόητο συνεπῶς ὅτι γιά τόν ἱερό Πατέρα, ὅπως καί γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία μας, ἡ Ἀνάσταση δέν αὐτονομεῖται ἀπό τή ζωή τοῦ Κυρίου, ἀλλά πάντοτε συνθεωρεῖται μέ ὅλη τήν ἐπί γῆς πορεία Του, πού σημαίνει ὅτι δέν θά ὑπῆρχε Ἀνάσταση ἄν δέν ὑπῆρχε Σταύρωση, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία Του μέ τά θαύματά Του, ἄν δέν ὑπῆρχε προπάντων ἡ ἴδια ἡ Γέννησή Του. Ἐκεῖνος μέ ἄλλα λόγια πού τόνισε ὅτι ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου συνιστᾶ τήν «Μητρόπολιν τῶν ἑορτῶν», ὁ ἴδιος τόνισε ὅτι χωρίς τή Σταύρωση καί τήν Ἀνάστασή Του δέν θά εὕρισκε αὐτή τό νόημά της, πού σημαίνει ὅτι ἡ Γέννηση μέ τήν προοπτική τῆς Σταυρώσεως καί τῆς Ἀναστάσεως κατανοεῖται καί ὑμνολογεῖται τόσο πολύ στήν Ἐκκλησία μας. Κι ἀκόμη περισσότερο: ὁ ἴδιος ἱερός Πατήρ πού ἀκριβῶς ἐξυμνεῖ καί ἐξηγεῖ τά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, τοῦ «πρώτου Παρακλήτου», ὡς μοναδικά γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τά τοποθετεῖ γιά τήν ὀρθή τους κατανόηση στήν προοπτική τῆς παρουσίας  τοῦ «δευτέρου Παρακλήτου» Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἐφεξῆς. Ὁ Κύριος δηλαδή Ἰησοῦς Χριστός εἶναι μέν ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, σ’ Αὐτόν ἑδράζεται ὡς θεμέλιο ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά χωρίς τήν παρουσία τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν θά ὑπῆρχε ἡ Ἐκκλησία. «Εἰ μή Πνεῦμα παρῆν, οὐκ ἄν συνέστη ἡ Ἐκκλησία. Εἰ δέ συνίσταται ἡ Ἐκκλησία, εὔδηλον ὅτι Πνεῦμα πάρεστι» (Εἰς τήν Πεντηκοστήν).

2. Ἀλλ’ ἄν ὅλα τά γεγονότα τῆς θείας οἰκονομίας, τοῦ σχεδίου δηλαδή τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀπαρχῆς μέχρι τέλους θεωροῦνται ἑνοποιημένα – διότι ἕνας ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἕνας ὁ  Τριαδικός Θεός μας καί κοινές οἱ ἐνέργειές Του γιά ὅλες τίς ὑποστάσεις Του - ἐκεῖνα πού κατεξοχήν συνυπάρχουν τόσο πού τό ἕνα συνιστᾶ τήν προϋπόθεση καί τή  φανέρωση τοῦ ἄλλου εἶναι ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Εἴτε μιλάει ὁ ἱερός Χρυσόστομος γιά τόν Σταυρό εἴτε γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀναφέρεται γιά τά ἴδια ἀγαθά πού ἀπέρρευσαν ἀπό αὐτά. «Ὁ Σταυρός μᾶς προξένησε ἄπειρα ἀγαθά, αὐτός μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας, αὐτός μᾶς φώτισε ἐνῶ ζούσαμε μέσα στό σκοτάδι, αὐτός μᾶς συμφιλίωσε μέ τόν Θεό, ἐνῶ εἴχαμε γίνει ἐχθροί του, αὐτός μᾶς ἔκανε φίλους του, ἐνῶ εἴχαμε ἀποξενωθεῖ ἀπ’ αὐτόν, αὐτός μᾶς ἔφερε κοντά στόν Θεό, ἐνῶ ἤμαστε μακριά του. Αὐτός ἐξαφάνισε τήν ἔχθρα, αὐτός ἐξασφάλισε τήν εἰρήνη, αὐτός ἔγινε γιά μᾶς θησαυροφυλάκιο  ἄπειρων ἀγαθῶν» (Εἰς τόν Σταυρόν καί τόν Ληστήν). «Νά λοιπόν ἔφθασε ἡ ποθητή γιά μᾶς καί σωτήρια ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμή τῆς συμφιλίωσης, ἡ ἐξαφάνιση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἥττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχθηκαν μέ τούς ἀγγέλους καί αὐτοί πού ἔχουν σῶμα προσφέρουν τή δοξολογία τους μαζί μέ τίς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταργεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐξαφανίσθηκε ἡ νίκη τοῦ ἅδη» (Εἰς τό ἅγιον Πάσχα).

3. Οἱ τόσο μεγάλες αὐτές δωρεές πού καταπάτησαν καί κατήργησαν μάλιστα «τόν ἔσχατον ἐχθρόν» τοῦ ἀνθρώπου τόν θάνατο ὥστε ἐφεξῆς «ἄλλαξε τό ὄνομά του, γιατί δέν λέγεται πιά θάνατος, ἀλλά κοίμηση καί ὕπνος» (Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα), ὀφείλονται στό γεγονός ὅτι Αὐτός πού τίς προσέφερε δέν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ παντοδύναμος Θεός. Ἡ Σταύρωση καί μάλιστα ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἐπιβεβαιώνουν τή θεότητά Του. «Ἀφ’ ὅτου ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, προσφέρθηκε θυσία καί ἀναστήθηκε, ἔβγαλε ἀπό τή μέση καί αὐτές τίς ὀνομασίες ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καί ἔφερε καινούρια καί παράξενη συμπεριφορά στή ζωή μας» (Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα). Διότι «δέν θά ἦταν δυνατόν ἐκεῖνος πού παρέχει στούς ἄλλους ζωή διά τοῦ θανάτου, νά παραμένει διαρκῶς στόν θάνατο. Γιατί, ἄν δέν χάνουν αὐτοί πού πιστεύουν στόν Ἐσταυρωμένο, πολύ περισσότερο δέν θά χαθεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἐσταυρωμένος.  Γιατί ἐκεῖνος πού ἀπαλλάσσει τούς ἄλλους ἀπό τήν ἀπώλεια, ἔχει ἀπαλλαγεῖ πολύ περισσότερο ὁ ἴδιος ἀπό αὐτήν. Ἐκεῖνος πού παρέχει ζωή στούς ἄλλους, πολύ περισσότερο πηγάζει ζωή γιά τόν ἑαυτό Του» (Εἰς τό κατά Ἰωάννην).
Γιά τόν ἅγιο Χρυσόστομο ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ διά τῆς Ἀναστάσεώς Του ἐπιτείνεται καί ἀπό ἕνα ἀκόμη στοιχεῖο πού συνιστᾶ μεγάλη παραδοξότητα: τόν «ἀναίτιο» θάνατό Του.  Ὁ θάνατος, σημειώνει,  προϋπέθετε τήν ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε, ὁπότε κατά φυσικό τρόπο εἰσῆλθε ὁ θάνατος. Ὁ Χριστός ὅμως δέν ἁμάρτησε κι ὅμως πέθανε κι αὐτός. Γι’ αὐτό καί ὁ μέν Χριστός μέ τήν ἀνάστασή Του ἔσπασε τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐνῶ μέ τήν ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου διαλύονται οἱ σωροί τῶν ἁμαρτιῶν του. «Ὁ Χριστός βέβαια ἀναστήθηκε, ἀφοῦ ἔσπασε τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τούς σωρούς τῶν ἁμαρτιῶν μας» (Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα). Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ φανέρωση καί τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του πρός τά πλάσματά Του. Διότι χωρίς νά ἔχει ἀνάγκη Ἐκεῖνος τῆς Ἀναστάσεως, πέρασε ἀπό τή διαδικασία τοῦ θανάτου καί ἀναστήθηκε γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου. «Χρωστούσε ὁ Ἀδάμ τόν θάνατο, καί τόν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ διάβολος. Δέν χρωστοῦσε ὁ Χριστός οὔτε τόν κρατοῦσε ὁ διάβολος. Ἦρθε καί κατέθεσε τόν θάνατό Του γιά χάρη τοῦ φυλακισμένου, μέ σκοπό νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου. Εἶδες τά κατορθώματα τῆς ἀνάστασης; Εἶδες τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; Εἶδες τό μέγεθος τῆς φροντίδας του;» (Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα). 

4. Γιά τόν ἱερό Πατέρα ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονός πού δέν χρήζει ἄλλων ἀποδείξεων πέραν αὐτῶν πού ἐπισημαίνουμε μέσα στήν ἴδια τή Γραφή. Κι οἱ ἀποδείξεις αὐτές εἶναι δύο εἰδῶν: αὐτές πού φέρνουν ἐν τῆ ἀγνοία τους οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί τοῦ Κυρίου καί αὐτές πού ἔρχονται ἀπό τή θαυμαστή ζωή τῶν ἀποστόλων. Ἡ λεπτολόγος ἀναφορά τοῦ ἁγίου στά ἴδια τά κείμενα τῶν Εὐαγγελίων τόν ὁδηγεῖ καταρχάς στήν ἐπισήμανση ὅτι καί ἡ ἴδια ἡ πλάνη τελικῶς αὐτοαναιρεῖται καί γίνεται συνήγορος τῆς ἀλήθειας. Τί ἐννοεῖ ὁ ἅγιος; «Παντοῦ ἡ πλάνη συγκρούεται μέ τόν ἑαυτό της καί ἄθελά της συνηγορεῖ ὑπέρ τῆς ἀληθείας. Πρόσεξε ὅμως. Ἔπρεπε νά πιστευτεῖ ὅτι πέθανε, ὅτι ἐτάφη κι ὅτι ἀναστήθηκε. Κι ὅλα αὐτά γίνονται ἀπό τούς ἐχθρούς. «Θυμήθηκε», λέγει, «ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπε ἐνῶ ἀκόμη ζοῦσε…».  Ἄρα πέθανε! Ὅτι μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά ἀναστηθῶ. Δῶσε λοιπόν διαταγή νά σφραγιστεῖ ὁ τάφος. Ἄρα ἐτάφη! Μήπως ἔλθουν οἱ μαθητές του καί τόν κλέψουν. Ἄρα, ἄν ὁ τάφος σφραγιστεῖ δέν θά γίνει καμμιά ἀπάτη! Δέν ἔγινε λοιπόν. Ἑπομένως ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως, μέ ὅσα προτείνατε ἐσεῖς, ἔγινε ἀναντίρρητη. Γιατί ἀφοῦ σφραγίστηκε, δέν συνέβη καμμιά ἀπάτη. Ἐάν δέ δέν ἔγινε καμμιά ἀπάτη, βρέθηκε ὅμως κενός ὁ τάφος, εἶναι φανερό ὅτι ἀνέστη σαφῶς καί ἀναντιρρήτως. Εἶδες ὅτι καί χωρίς νά τό θέλουν ὑποστηρίζουν τήν ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας;» (Εἰς τό κατά Ματθαῖον). Καί δεύτερον, ὅ,τι συνέβη στούς Ἀποστόλους φανερώνει τό πόσο ἀληθινό γεγονός ὑπῆρξε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Τί συνέβη; Πρῶτον, ὅτι ἔχουμε ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ πού ἡ πολλαπλότητά τους συνιστᾶ ἀτράνταχτη ἀπόδειξη ὅτι πράγματι ἀναστήθηκε. «Ὅποιος θέλει νά κρατήσει λογαριασμό, ἄς προσέχει μήπως κάνουμε λάθος στήν ἀρίθμηση…Ἐμφανίστηκε λοιπόν στίς γυναῖκες πρῶτα, ἔπειτα στόν Πέτρο γιά δεύτερη φορά, ἔπειτα στόν Κλεόπα καί σ’ αὐτόν πού ἦταν μαζί του γιά Τρίτη φορά, ἔπειτα στούς δέκα ὅταν ἦταν κλειστές οἱ πόρτες καί ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς, γιά τέταρτη φορά. Ἔπειτα στους ἕνδεκα ὅταν ἦταν παρών καί ὁ Θωμᾶς. Νά, ἡ Πέμπτη φορά. Ἔπειτα πάλι ἐμφανίζεται σέ παντακόσιους ἀδλεφούς…Νά ἡ ἕκτη φορά. Ἔπειτα ἐμφανίστηκε στους ἑπτά ἐκείνους πού ψάρευαν στή θάλασσα τῆς Τιβεριάδος. Ἔπειτα ἐμφανίστηκε στόν Ἰάκωβο, σύμφωνα μέ τόν Παῦλο. Ἔπειτα σ’ ὅλους τούς Ἀποστόλους» (Εἰς τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου). Κι ἔπειτα ἡ ἴδια ἡ θαυμαστή ζωή τους. Κυρίως τά θαύματα τῶν ἁγίων ἀποστόλων ἀποτελοῦν γιά τόν ἅγιο Χρυσόστομο περίτρανη ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου: Αὐτός ὡς Θεός ἦταν παρών στή ζωή τους καί τούς ἐνίσχυε προκειμένου νά κηρύσσουν τό Εὐαγγέλιο καί νά μεταστρέφουν τούς ἀνθρώπους στήν πίστη Ἐκείνου. «Ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως εἶναι τά θαύματα τῶν Ἀποστόλων» (Περί μη ἀποσιωπήσεως τῶν κηρυττομένων).

5. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μεταξύ τῶν ἄλλων εἶναι ἐκεῖνος πού ἀναφέρεται καί στό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἀκολουθώντας τίς Γραφές διαπιστώνει ὅτι τό σῶμα τοῦ Κυρίου εἶναι μέν τό ἴδιο πού εἶχε καί πρό τῆς Ἀναστάσεως, γιατί τά σημάδια τοῦ Πάθους τά προσάγει πρός ἀπόδειξη τοῦ Θωμᾶ καί τῶν ἄλλων μαθητῶν, ὅμως ταυτοχρόνως εἶναι καί διαφορετικό, ἄλλης ποιότητος σῶμα, ἄφθαρτο καί μή ὑποκείμενο πιά στούς νόμους τῆς φύσεως. «Μετά ἀπ’ αὐτά φανερώθηκε στούς μαθητές Του στή λίμνη τῆς Τιβεριάδος….Τί σημαίνει τό «φανέρωσε»; Ἀπ’αὐτό εἶναι φανερό ὅτι δέν ἦταν ὁρατός, ἄν δέν ἔκανε παραχώρηση, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, ἐπειδή πλέον τό σῶμα Του ἦταν ἄφθαρτο καί δέν ἐπιδεχόταν βλάβη» (Εἰς τό κατά Ἰωάννην). «Εἶναι ἀπορίας ἄξιο πῶς σῶμα ἄφθαρτο ἔδειχνε τά ἀποτυπώματα τῶν καρφιῶν καί μποροῦσε νά τό ἀγγίξει χέρι. Ἀλλά μή θορυβηθεῖς, γιατί αὐτό συνέβη κατά συγκατάβαση. Γιατί τό τόσο λεπτό κι ἐλαφρύ σῶμα πού εἰσῆλθε ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, ἦταν ἀπαλλαγμένο ἀπό κάθε ὑλική σύσταση» (Εἰς τό κατά Ἰωάννην).

6. Ἐκεῖ πού ἐπικεντρώνει ἰδιαιτέρως τήν προσοχή του ὁ ἅγιος Πατήρ εἶναι ἡ ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τήν ἀνάσταση καί τῶν ἀνθρώπων, κάτι πού ἀναφέραμε καί παραπάνω. Ἄν ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, ἦταν γιά νά μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά ὑπερβοῦν τή διάσπαση πού εἶχαν ὑποστεῖ λόγω τῆς ἁμαρτίας τους, νά ὑπερβοῦν τόν θάνατο, νά μποροῦν καί πάλι νά εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεό ἐν Χριστῶ. Ὅ,τι ἡ γνωστή εἰκόνα τῆς εἰς ἅδου καθόδου τοῦ Κυρίου προβάλλει, αὐτό στήν πραγματικότητα τονίζει μέ ἔμφαση ὁ ἅγιος Ἰωάννης. «Ἄς γιορτάσουμε τήν ἑορτή αὐτή κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Γιατί ἀναστήθηκε κι ἀνέστησε μαζί Του τήν οἰκουμένη» (Εἰς τό ἅγιον Πάσχα). Κι ὅπως εἴδαμε καί παραπάνω: «Ο Χριστός ἀναστήθηκε ἀφοῦ ἔσπασε τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τούς σωρούς τῶν ἁμαρτιῶν μας». Ἔτσι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μέ τόν τονισμό αὐτό διακρίνει δύο εἴδη θανάτου γιά τόν ἄνθρωπο καί γι’ αὐτό δύο εἴδη ἀναστάσεως. Πέθανε πνευματικά πρῶτα ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐπανάστασή του κατά τοῦ Δημιουργοῦ του, ἦλθε ἔπειτα κι ὁ σωματικός θάνατος. «Πεθάναμε διπλό θάνατο, ἑπομένως ἄς περιμένουμε διπλή τήν ἀνάσταση…Στόν Χριστό ἦταν ἕνας ὁ θάνατος, γιατί δέν ἁμάρτησε ὁ Χριστός. Ἀλλά καί αὐτός ὁ ἕνας θάνατος ἔγινε γιά μᾶς, γιατί δέν χρωστοῦσε στόν θάνατο ἐκεῖνος, ἐπειδή δέν ἦταν ὑπόλογος στήν ἁμαρτία, ἑπομένως οὔτε στόν θάνατο. Γι’ αὐτός ἐκεῖνος ἀναστήθηκε μία φορά ἀπό τόν ἕνα θάνατο. Ἐμεῖς ὅμως πού πεθάναμε διπλό θάνατο, ἀνασταινόμαστε μέ διπλή ἀνάσταση…Ἀναστηθήκαμε προηγουμένως μία φορά ἀπό τήν ἁμαρτία, γιατί εἴχαμε ταφεῖ μαζί μέ τόν Χριστό κατά τό βάπτισμα και ἀναστηθήκαμε μαζί του μέ τό βάπτισμα. Ἡ πρώτη αὐτή ἀνάσταση εἶναι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τίς ἁμαρτίες μας καί ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματος. Μᾶς ἔδωσε τή μεγαλύτερη, νά περιμένεις καί τή μικρότερη…Γιατί εἶναι πολύ μεγαλύτερο τό νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τίς ἁμαρτίες, παρά νά δοῦμε νά ἀνασταίνεται τό σῶμα» (Εἰς τήν Ἀνάστασιν). 

7. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος δέν ἀφήνει περιθώριο καί ἀπό πλευρᾶς λογικῆς προκειμένου νά «ἀποδείξει» τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, συνεπῶς καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Κατ’ αὐτόν ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματος – γιατί «δέν θά μποροῦσε ν’ ἀναφερθεῖ κυρίως στήν ψυχή ἡ ἀνάσταση, ἀφοῦ ἡ ἀνάσταση ἀνήκει σ’ ἐκεῖνο πού ἔπεσε καί διαλύθηκε, ἡ ψυχή ὅμως δέν διαλύεται, ἀλλά τό σῶμα» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως) - ἀποτελεῖ «ἀναγκαιότητα»: πνευματική, ἠθική, φυσική. Πνευματική γιά τούς λόγους πού εἴπαμε: ὁ  πιστός καί ἐν μετανοία ἄνθρωπος προσδοκᾶ τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, γιατί ζεῖ ἤδη ἀπό τώρα τήν πνευματική του ἀνάσταση. Φτάνει μάλιστα στό σημεῖο ὁ ἱερός Πατήρ νά θεωρεῖ ὅτι ἀκόμη κι ὁ εἰδωλολάτρης, ὁ ὁποῖος ὅμως ζεῖ μία ἐνάρετη ζωή, κι αὐτός ἀκόμη δέν δυσπιστεῖ πρός τή διδασκαλία τῆς κρίσεως πού ἀκολουθεῖ τήν ἀνάσταση. «Κανένας ἀπό ἐκείνους πού ζοῦν ἐνάρετα δέν δυσπιστεῖ πρός τή διδασκαλία τῆς κρίσεως, εἴτε εἶναι εἰδωλολάτρης, εἴτε εἶναι αἰρετικός» (Εἰς τήν προς Κολασσαεῖς).  Ἠθική, γιατί δέν εἶναι δυνατόν νά ὑφίσταται ὁ δίκαιος δοκιμασίες καί πειρασμούς στή ζωή αὐτή χωρίς νά ὑπάρχει ἀνταπόδοση. «Εἶναι φανερό ὅτι ἡ ζωή μας δέν περιορίζεται μόνο στόν παρόντα κόσμο. Καί τοῦτο ἀποδεικνύεται ἀπό τούς πειρασμούς. Γιατί οὐδέποτε θ’ ἀνεχόταν ὁ Θεός ἐκεῖνοι πού ἔπαθαν τόσο μεγάλα καί πολλά κακά καί περνοῦν ὁλόκληρη τή ζωή τους μέ πειρασμούς κι ἀναρίθμητους κινδύνους νά μη ἀναμειφθοῦν μέ πολύ μεγαλύτερες δωρεές...Ἄν δέν ὑπῆρχε ἄλλη ζωή, δέν θά ἐπέτρεπε πολλούς ἀπό τούς πονηρούς ἀνθρώπους νά ζοῦν εὐχάριστα κατά τόν παρόντα βίο, πολλούς δέ ἀπό τούς δικαίους πάλι νά ζοῦν μέ ἀναρίθμητα κακά» (Εἰς τούς ἀνδριάντας).  Φυσική, γιατί καί ἡ ἴδια ἡ φύση ἀποτελεῖ διαρκή ἐξαγγελία ὅτι πράγματι αὐτό πού φθείρεται μπορεῖ καί νά ἀναστηθεῖ. «Ἄν τά ἐξετάζουμε μέ τό λογικό, εἶναι ἀπίστευτα. Ἄν ὅμως μέ τήν πίστη, εἶναι πολύ πιστευτά. Νά πῶ κάτι περισσότερο ἀπό αὐτό; Τό σιτάρι μέσα στή γῆ καταστρέφεται καί ἀνίσταται. Πρόσεχε ὅτι τά θαύματα εἶναι ἀντίθετα καί τό ἕνα νικᾶ τό ἄλλο. Εἶναι θαυμαστό τό ὅτι δέν σάπισε, θαυμαστό τό ὅτι φύτρωσε ἐνῶ σάπισε. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού λένε αὐτές τίς ἀνοησίες καί δυσπιστοῦν γιά τήν ἀνάσταση;» (Εἰς τήν προς Κολασσαεῖς).
Γιά τόν ἅγιο μάλιστα ὁ τρόπος ἀναστάσεως τῶν σωμάτων δηλώθηκε μέ ἔμφαση ἰδίως κατά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Ὅπως ὁ Κύριος κάλεσε τόν Λάζαρο νά βγεῖ ἔξω ἀπό τόν τάφο, κατά τόν ἴδιο τρόπο θά καλέσει τούς ἀνθρώπους μέ τά νεκρά καί διαλυμένα σώματά τους κατά τή Δευτέρα Του Παρουσία. «Καί μή μοῦ λέγεις πῶς μπορεῖ νά ἀναστηθεῖ τό σῶμα πάλι καί νά γίνει ἄφθαρτο; Γιατί ὅταν ἐνεργεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τό πῶς ἄς μην ὑπάρχει» («Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως»). «Καί πρόσεχε παρακαλῶ τό παράδοξο. Δέν εἶπε: «Λάζαρε, ξαναζῆσε», ἀλλά τι εἶπε; «Λάζαρε, ἔβγα ἔξω», γιά νά διδάξει τούς παρόντες ὅτι Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού καλεῖ αὐτά πού δέν ὑπάρχουν σάν νά ὑπάρχουν, γιά νά δείξει στους παρόντες ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Θεός τῶν ζωντανῶν κι ὄχι τῶν νεκρῶν, γιά νά δείξει στήν κατάλληλη στιγμή ὅτι τίποτα δέν μπορεῖ νά ἐμποδίσει τήν προσταγή τοῦ Θεοῦ, καί γιά νά θυμίσει στούς παρόντες ἐκεῖνον πού ἔλεγε: «Νά γίνει τό στερέωμα. Νά συγκεντρωθοῦν τά νερά σ’ ἕνα μέρος. Νά βλαστήσει ἡ γῆ χορτάρι χλωρό. Νά γεμίσουν τά νερά μέ ζωντανά ἑρπετά» (Εἰς τόν τετραήμερον Λάζαρον).

8. Γιά τόν ἱερό Πατέρα ὅμως ἡ πνευματική ἀνάσταση ὡς ὑπέρβαση τῶν ἁμαρτιῶν διά τῆς μετανοίας εἶναι τό μεῖζον. Ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος γεύτηκε ἀπό τό βάπτισμά του, αὐτό καλεῖται στήν πραγματικότητα νά ἐπιβεβαιώνει καθημερινῶς στή ζωή του, πού σημαίνει ὅτι ὁ πνευματικός ἀγώνας τῆς μετανοίας ἀποτελεῖ τήν ἀδιάκοπη προσπάθεια παραμονῆς στήν ἀνάσταση. Γι’ αὐτό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τήν θεωρεῖ μόνο κάτω ἀπό τήν προοπτική αὐτή. «Εἶδες τό μέγεθος τῆς δωρεᾶς; Διατήρησε τό μέγεθος αὐτῆς τῆς δωρεᾶς, ἄνθρωπε. Δέν ἐπιτρέπεται νά ζεῖς μέ ἀδιαφορία. Βάλε στόν ἑαυτό σου νόμο μέ κάθε ἀκρίβεια. Ἡ ζωή εἶναι ἀγώνας καί πάλη, καί ὅποιος ἀγωνίζεται ἀπέχει ἀπό ὅλα…Κατάστρεψε λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή τή ρίζα τοῦ κακοῦ, γιά νά καταστρέψεις ὅλη τήν ἀρρώστια…Ἄς ἐξαφανίσουμε παντοῦ τίς ἀρχές τῶν ἁμαρτημάτων» (Εἰς τήν Ἀνάστασιν).
Ἔτσι ἐνῶ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν πού ἦλθε ὡς τό ἀποτέλεσμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου ἀναφέρεται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους – δέν ὑπάρχει κανείς πού δέν θά μετάσχει τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων, εἴτε πιστός εἴτε ἄπιστος – τό ζητούμενο γιά τόν ἅγιο Χρυσόστομο εἶναι ἀκριβῶς ἡ διατήρηση τῆς πνευματικῆς ἀναστάσεως ὡς ζωῆς μετανοίας πάνω στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Μόνον οἱ ἐν μετανοία ζῶντες καί ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό στή ζωή αὐτή θά ζήσουν καί τή δόξα τῆς ἀναστάσεως. «Ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦμε, ὁ καθένας ὅμως στό δικό του τάγμα. Τί ὅμως σημαίνουν τά λόγια αὐτά; Ὅτι καί ὁ εἰδωλολάτρης καί ὁ Ἰουδαῖος καί ὁ αἱρετικός καί κάθε ἄνθρωπος πού πέρασε ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο, θ’ ἀναστηθεῖ κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη…Βέβαια καί τά σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνασταίνονται ἄφθαρτα καί ἀθάνατα. Ἡ τιμή ὅμως αὐτή γίνεται σ’ αὐτούς ἀφορμή κόλασης καί τιμωρίας, ἐπειδή ἀνασταίνονται ἄφθαρτα, γιά νά καίονται αἰώνια» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως).  «Τήν ἀνάσταση ὅλοι θά ἀπολαύσουν. Δοξασμένοι ὅμως δέν θά εἶναι ὅλοι, ἀλλ’ οἱ ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό» (Εἰς τήν προς Θεσσαλονικεῖς). Γιά τόν ἅγιο θεωρεῖται δεδομένο ἔτσι ὅτι τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἀρνοῦνται ὅσοι δέν βαδίζουν πάνω στή μετάνοια, ἔχοντας ἐπιλέξει ὡς τρόπο ζωῆς τό «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Καί τοῦτο γιατί δέν συμφέρει σ’ αὐτούς νά πιστεύουν ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ ἔλεγχο τῆς ζωῆς τους. Ἡ ἀθεΐα δηλαδή ἀποτελεῖ σύμπτωμα τῆς πονηρίας τῆς ζωῆς. «Ἐκεῖνος πού δέν περιμένει ν’ ἀναστηθεῖ, οὔτε ν’ ἀποδώσει λογαριασμό γιά τίς πράξεις του πού ἔκανε ἐδῶ, ἀλλά νομίζοντας ὅτι τά δικά μας σταματοῦν στήν παροῦσα ζωή κι ὅτι δέν ὑπάρχει παραπέρα τίποτε περισσότερο, οὔτε γιά τήν ἀρετή θά φροντίσει» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως). «Ἐκεῖνος πού ὑποστηρίζει ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε μετά τήν ἐδῶ ζωή, αὐτός κατ’ ἀνάγκη θά ὁμολογήσει ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε καί Θεός» (Περί εἱμαρμένης καί πρόνοιας).

9. Ἡ ἐν μετανοία πορεία τοῦ πιστοῦ πού ἐπιβεβαιώνει καί τήν πνευματική του ἀνάσταση, γιατί ἀκριβῶς τόν διατηρεῖ ἑνωμένο μέ τόν νικητή τοῦ θανάτου Κύριο, εἶναι αὐτονόητο ὅτι προϋποθέτει τή συμμετοχή τοῦ πιστοῦ στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, κατεξοχήν δέ στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὁ ὁποῖος μίλησε προηγουμένως γιά τό βάπτισμα πού φέρει τήν πνευματική ἀνάσταση, ὁ ἴδιος μιλᾶ καί γιά τή συμμετοχή στή Θεία Εὐχαριστία ὡς γεγονός συμμετοχῆς στή λογχισμένη πλευρά τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν ὁποία ἐξῆλθε αἷμα καί ὕδωρ. «Ὅταν προσίῃς τῶ φρικτῶ ποτηρίῳ, ὡς ἀπ’ αὐτῆς πίνων τῆς πλευρᾶς, οὕτω προσίῃς» (Ὅταν προσέρχεσαι στό φρικτό ποτήριο, νά προσέρχεσαι σάν νά πίνεις ἀπό τήν ἴδια τήν πλευρά τοῦ Σωτῆρος).  Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ πιστός ζεῖ ἀναστημένος ἤδη ἀπό τώρα, ὄχι μόνο γιατί βαπτίσθηκε καί ἔγινε μέλος τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί γιατί ἐπιτείνει καί διαρκῶς ἀνανεώνει τήν ἑνωσή του μέ τόν Κύριο ἀπό τήν ἐν μετανοία τροφοδοσία του ἀπό τό θεωμένο σῶμα καί αἷμα Αὐτοῦ. Ὁ Κατηχητικός λόγος μάλιστα τοῦ ἁγίου πού μνημονεύσαμε παραπάνω ἔρχεται μέ τή μεγαλύτερη δυνατή ἀμεσότητα νά ἐξαγγείλει τήν ἀλήθεια αὐτή. «Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ἡμῶν…Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθῃ πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως…Μηδείς φοβείσθω θάνατον· ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος…».

 Λοιπόν ἐν τέλει: «Ἄς ἑορτάσουμε αὐτήν τήν πολύ μεγάλη καί λαμπρή ἑορτή, κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Ἄς τήν ἑορτάσουμε ὅμως μέ χαρά καί θεοσέβεια μαζί, γιατί ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἀνέστησε μαζί Του τήν οἰκουμένη» (Εἰς τήν Ἀνάστασιν).

Πάσχα 2015

Περιγραφή: http://www.ec-patr.org/img/dots.jpg



Πατριαρχική Ἀπόδειξις ἐπί τῷ Ἁγίῳ Πάσχα 2015

Ἀριθμ. Πρωτ. 346

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ἀδελφοὶ συλλειτουργοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Χριστὸς Ἀνέστη!

Ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ ἑορτάζομεν καὶ ἐφέτος χαρμοσύνως τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ψάλλομεν: «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν• καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν Αἴτιον» (τροπάριον τοῦ Κανόνος τῆς Ἀναστάσεως).

Καὶ ἐνῷ ἡμεῖς χαρμοσύνως ἑορτάζομεν τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, ὡς πραγματικότητα ζωῆς καὶ ἐλπίδος, πέριξ ἡμῶν, ἐν τῷ κόσμῳ, ἀκούομεν τὰς κραυγὰς καὶ τὰς ἀπειλὰς τοῦ θανάτου, τὰς ὁποίας ἐκτοξεύουν ἐκ πολλῶν σημείων τῆς γῆς ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι δύνανται νὰ λύσουν τὰς διαφορὰς τῶν ἀνθρώπων διὰ τῆς θανατώσεως τῶν ἀντιπάλων, γεγονὸς τὸ ὁποῖον καὶ ἀποτελεῖ τὴν μεγαλυτέραν ἀπόδειξιν τῆς ἀδυναμίας των. Διότι, διὰ τῆς προκλήσεως τοῦ θανάτου τοῦ συνανθρώπου, διὰ τῆς ἐκδικητικότητος κατὰ τοῦ ἑτέρου, τοῦ διαφορετικοῦ, δὲν βελτιώνεται ὁ κόσμος, οὔτε ἐπιλύονται τὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι, ἄλλωστε, ὑπὸ πάντων παραδεκτὸν καὶ ἀναγνωριζόμενον, ἰδιαιτέρως δὲ ὑπὸ τῶν σκεπτομένων ἀνθρώπων πάσης ἐποχῆς, ὅτι τὸ κακὸν νικᾶται διὰ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ οὐδέποτε διὰ τοῦ κακοῦ.

Τὰ προβλήματα ἐπιλύονται ἀληθῶς διὰ τῆς ἀναγνωρίσεως καὶ τῆς τιμῆς τῆς ἀξίας τοῦ προσώπου καὶ διὰ τοῦ σεβασμοῦ τῶν δικαιωμάτων του. Καὶ ἀντιστρόφως, τὰ παντὸς εἴδους προβλήματα δημιουργοῦνται καὶ ὀξύνονται ἐκ τῆς περιφρονήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ τῆς καταπατήσεως τῶν δικαίων αὐτοῦ, ἰδιαιτέρως τοῦ ἀδυνάτου, ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ δύναται νὰ αἰσθάνεται ἀσφαλὴς καὶ ὁ ἰσχυρὸς νὰ εἶναι δίκαιος διὰ νὰ ὑπάρξῃ εἰρήνη.

Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ ἀπέδειξε καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον τὴν ἀδυναμίαν τοῦ θανάτου νὰ ἐπικρατήσῃ καὶ νὰ ἐπιφέρῃ σταθερὰν μεταβολὴν εἰς τὸν κόσμον. Αἱ δημιουργούμεναι διὰ τοῦ θανάτου καταστάσεις εἶναι ἀναστρέψιμοι, διότι, παρὰ τὰ φαινόμενα, εἶναι προσωριναί, δὲν ἔχουν ρίζαν καὶ ἰκμάδα, ἐνῷ ἀοράτως παρὼν εἶναι ὁ πάντοτε νικήσας τὸν θάνατον Χριστός.

Ἡμεῖς, οἱ ἔχοντες τὴν ἐλπίδα μας εἰς Αὐτόν, πιστεύομεν ὅτι τὸ δικαίωμα τῆς ζωῆς ἀνήκει εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάστασις προσφέρονται ὑπὸ τοῦ πατήσαντος τὸν θάνατον καὶ τὴν ἰσχύν αὐτοῦ ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων, Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ εἰς Αὐτὸν μόνον καὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν Του ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἐλπίζῃ. Ἡ πίστις εἰς τὸν Χριστὸν ὁδηγεῖ εἰς τὴν Ἀνάστασιν, εἰς τὴν Ἀνάστασιν πάντων ἡμῶν, ἡ πίστις καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τῆς διδασκαλίας Του εἰς τὴν ζωήν μας ὁδηγοῦν εἰς τὴν σωτηρίαν πάντων ἡμῶν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ἀντιμετώπισιν τῶν προβλημάτων μας ἐν τῷ κόσμῳ.

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα,

Τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, ἡ ὑπέρβασις αὕτη τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας, εἶναι τὸ κήρυγμα τῆς ζωῆς ἔναντι τῆς φθορᾶς τοῦ κόσμου καὶ τῆς περιπετείας τῶν ἀνθρωπίνων, καὶ εἰς αὐτὸ προσκαλοῦμεν ἀπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡμεῖς ὁ ἐλέῳ Θεοῦ Προκαθήμενος τῆς ἐν ἀληθείᾳ Ὀρθοδόξου ἀγάπης, πάντα ἄνθρωπον εἰς γνῶσιν καὶ βίωσιν, φρονοῦντες ὅτι μόνον δι᾿ αὐτοῦ θὰ ἐπανευρεθῇ ἡ «κλαπεῖσα» ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης συγχύσεως «ἐλπὶς ἡμῶν» καὶ τοῦ κόσμου παντός.

Εἴθε τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως νὰ φωτίζῃ τὰς καρδίας ὅλων διὰ νὰ χαίρωνται ὁμοῦ μετὰ τῶν συνανθρώπων των ἐν ἀγάπῃ, εἰρήνῃ καὶ ὁμονοίᾳ ἐν τῷ Υἱῷ καὶ Λόγῳ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή.

Αὐτῷ μόνῳ, τῷ Ἀναστάντι ἐκ νεκρῶν Κυρίῳ τῆς δόξης, τῷ «ζωῆς κυριεύοντι καὶ θανάτου δεσπόζοντι», τῷ ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τοῖς «ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαριζομένῳ», ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ εὐχαριστία. Ἀμήν.

Φανάριον, Ἅγιον Πάσχα ,βιε΄
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρὸς Χριστὸν Ἀναστάντα
εὐχέτης πάντων ὑμῶν
ΠΗΓΗ: http://www.ec-patr.org/