Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Η Β΄προς Κορινθίους Επιστολή


Ὁ Επίλογος τῆς Ἐπιστολῆς, 
Β΄πρὸς Κορινθίους
του Αποστόλου Παύλου.
 Λίγα λόγια τοῦ τέλους
 (Τὸ τέλος μιᾶς προσπάθειας διεισδύσεως, κατὰ τὸ δυνατόν, 
στὶς σκέψεις τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου, τοῦ πονεμένου στὸ σῶμα, 
ἀλλὰ ὑψιπετοῦς στὸ πνεῦμα).
 Γράφει ὁ Νικόλαος ὁ βραχὺς
    Καθηγητής καὶ Δρ. Θ.

Μεγάλη ἡ χαρὰ τοῦ γράφοντος, ποὺ κάτω ἀπὸ τὴν προστατευμένη βεράντα τοῦ σπιτιοῦ τῆς ραστώνης, γράφω τὶς τελευταῖες τούτες γραμμὲς καὶ ἡ πρώτη βροχὴ τοῦ Φθινοπώρου μὲ κάνει νὰ θαυμάζω τὴ βροχὴ μὲ τὶς χοντρὲς ψιχάλες, ἀνάσα τῆς γῆς, ποὺ ἀπότιστη μέρες καὶ μῆνες δεχόταν τὴν εὐεργετικὴ δροσιά, ποὺ τὸ χῶμα θὰ δώσει τὸ ἔναυσμα «ἐκκολάψεως» τῶν σπόρων, γιὰ νὰ πρασινίσουν οἱ ἀγροὶ καὶ νὰ συντελεσθεῖ ὁ κύκλος τῆς ἀναγεννήσεως τῶν πάντων. Βροχὴ εὐεργετικὴ καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν, τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ φυσικὰ ἐλαττώματα, ἀλλὰ προικισμένου μὲ χαρίσματα ἀνυπέρβλητα πνευματικά, μᾶς ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ προβληματιστοῦμε, νὰ σκεφθοῦμε, νὰ πάρουμε θάρρος καὶ νὰ ξεπεράσουμε καὶ τὴν προσωπική μας δυσμορφία καὶ σωματικὴ βραχύτητα. Ὁ Νικόλαος ὁ βραχύς, ὅπως θέλω νὰ ἀποκαλοῦμαι, μετὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ ποδιοῦ μου, δὲ διαθέτει τὴ σοφία καὶ τὴ θεόπνευστη ἐνίσχυση στὸ σκέπτεσθαι καὶ στὸ γράφειν τοῦ Ἀποστόλου, ἀλλὰ ὡς ἐτερόφωτος τῆς ἀνθρώπινης ἐλαχιστότητας, πῆρα θάρρος ἀπὸ τὴ δική του ὑπεροχή καὶ ξεπέρασα τὶς κάποιες ἀναστολὲς καὶ φοβίες.
Πόσα, ὅμως ὀφείλω καὶ στὴ στήριξη τῶν φίλων μου, οἱ περισσότεροι, βεβαιως, μὲ ἐγκατέλειψαν∙ αὐτὴ δυστυχῶς εἶναι ἡ πορεία τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ εὐχαριστῶ τὴν Ἑλένη, τὸν ἄγγελο τῆς παρηγοριᾶς μου, ποὺ καθημερινὰ μὲ βομβάρδιζε μὲ τὰ Mail της, σταλμένα ἀπ’ τὴ μακρινὴ Ἀμερική. Ἐλένη εἶσαι ὁ ἄγγελός μου καὶ ἡ ἐνισχυτική μου δύναμη. Χάρη σὲ σένα ἀπέκτησα ξανὰ τὸ ἐνδιαφέρον του γράφειν καὶ τοῦ κέπτεσθαι. Εἶμαι χαρούμενος∙ ἔχασα ἕνα μέλος, βασικὸ καὶ σπουδαῖο, μὰ ἡ ζωή τραβᾶ τὸn δρόμο της καὶ πείστηκα, ὅτι ὁ οἶκτος δὲ μοῦ ταιριάζει, ἀντίθετα τὸν ἐπιστρέφω σ’ ὅσους μὲ οἶκτο μὲ παρατηροῦν βαδίζοντα, ἄν καὶ ἡ τεχνολογία μοῦ ἔχει καλύψει τὴν βραχύτητά μου. Εὐχαριστίες ἀκόμη στὴ σύντροφο τῆς ζωῆς μου, ποὺ μὲ στοργὴ ἔσκυψε στὸ πρόβλημά μου καὶ συνεχῶς μὲ ἀνακουφίζει καὶ μὲ προσέχει. Ἀκόμη στὰ παιδιὰ μου, ποὺ μὲ βλέπουν ὅπως τὸν παλιὸ καλὸ καιρὸ καὶ μοῦ δίνουν κουράγιο καὶ ἐλπίδα.
Τὸ βιβλίο τῆς Β΄πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι κατὰ βάση ἐξομολογητικό. Ἀναφέρεται ὁ Παῦλος, ἰδιαίτερα, στὸ προσωπικό του σωματικὸ ἐλάττωμα, ποὺ πολὺ τὸν καταπονοῦσε καὶ τοῦ δημιουργοῦσε ἄπειρες δυσκολίες στὶς μετακινήσεις του. Ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ βαδίζει κάτω ἀπὸ συνθῆκες ἀνυπέρβλητες, μὲ βροχές, μὲ χιόνια, μὲ κρύο, μὲ ζέστη, πολλὲς φορὲς πεινασμένος καὶ ἀξαντλημένος καὶ πάντοτε μὲ τὴν ἀπειλή τῶν ληστῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐκδικήσεως, ὅπως οἱ ψευδοδιδάσκαλοι. Οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἐναντίον του καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν μειώσουν, νὰ τὸν εὐτελίσουν, νὰ τὸν γκρεμίσουν ἀπὸ τὸ βάθρο τῆς ἀποστολικότητας.
Κι’ Ἐκεῖνος περιφρονοῦσε τὰ πάντα, γιατὶ ἦταν βέβαιος ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἦταν μαζί του. Ἦταν ἡ ἀγάπη του, ἡ ἀφοσίωσή του, ἡ μεγάλη του ἐλπίδα, ἡ ἴδια του ἡ ἀναπνοή. Ἡ φράση του «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός», ἀποδεικνύει τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. Ἦταν χριστοφόρος καὶ θεοφόρος. Εἶχε μέσα του τὴ χαρὰ τῆς ζωῆς, συγχωροῦσε τοὺς τιμωρούς του καὶ εὐλογοῦσε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν λυποῦσαν. Ἕνας ἄνθρωπος μὲ τὰ σωματικά του ἐλαττώματα, ποὺ οἱ συνανθρωποί του ἴσως τὸν περιφρονοῦσαν καὶ δὲν τὸν λάμβαναν ὑπόψη, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τοῦ δήλωσε μὲ βεβαιότητα, τὸ «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου». Ὁ Χριστός, στὴν ἐπίγεια παρουσία του, δὲν περιφρόνησε τὸν ἄνθρωπο, ὅποιος κι  ἄν ἦταν, ὅπως κι  ἄν ἦταν. Μάλιστα σὲ κάποια ἀποστροφή τοῦ λόγου του ὁμολόγησε, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ οἱ πόρνες μᾶς προάγουν στὴ   βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ποτὲ δὲ γνωρίζουμε τὶ μπορεῖ νὰ συντελεσθεῖ στὴν ψυχὴ και τοῦ ποιὸ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου», ἀπευθύνεται στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς. Εἴμεθα χαρισματικοὶ καὶ μυρωμένοι μὲ τὰ νάματα τοῦ Πνεύματος κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς Βαπτίσεως. Βέβαια, αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετὸ καὶ σωτήριο. Ἡ σωτηρία συντελεῖται μὲ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἐγρήγορση ἀπὸ τὶς μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ, ὁ ὁποῖος στήνει τὰ ξόβεργά του καὶ καιροφυλακτεῖ, γιὰ νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὶς στιγμὲς τῶν ἀδυναμιῶν μας. Ὁ πονηρὸς εἶναι δειλὸς καὶ πάντοτε ὀπισθογραφεῖ τὴν ὑπογραφή του ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, ἀφοῦ οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι τὸν ἀγνοοῦν ἤ ἀρνοῦνται τὴν ὕπαρξή του. Κι  ὅμως, αὐτὸς ὑπάρχει, εἶναι πρόσωπο, πρόσωπο πνευματικὸ καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ μετασχηματίζεται σὲ ἄγγελο φωτός. Γίνεται ἔτσι ἐπικίνδυνος καὶ ψυχοφθόρος καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο του, ἔργο καταστροφῆς καὶ ἐπιστροφῆς τῶν ἀνθρώπων στὴν  πρό Χριστοῦ περίοδο καὶ στὴν ἔνταξή τους στὴ χορεία τῶν δικῶν του ἀνθρώπων.
Ἡ ἐξομολόγηση τοῦ Ἀποστόλου ἔχει ἀναφορὰ στὸ προσωπικό του σωματικὸ ἐλάττωμα. «Ἐδόθη σκόλοψ τῇ σαρκί μου, ἄγγελος σατάν ἵνα με κολαφίζει, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι». Σκουλίκι πόνων σωματικῶν, ποὺ ἀνέστειλε τὴ δραστηριότητά του καὶ τοῦ δημιουργοῦσε καθυστέρηση τῆς εὐαγγελικῆς του διακονίας. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θεράπευε τὶς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, ὁ Ἀπόστολος ποὺ ἀνάστησε νεκροὺς ἦταν ἀδύνατο νὰ αὐτοθεραπευθεῖ. Ἡ παράκλησή του πρὸς τὸν Χριστό, νὰ τὸν βοηθήσει στὴν ἀποθεραπεία του, καὶ μάλιστα γιὰ τρεῖς φορὲς ἔπεσε στὸ κενό. Ἡ αἴτησή του, θὰ λέγαμε σήμερα, δὲν ἔγινε ἀποδεκτή∙ δυστυχῶς ἀπορρίφθηκε. Ἀντὶ νὰ εἰσακουσθεῖ, ἔλαβε τὴν ἀπάντηση: «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου».
Ὁ Χριστός, ἐν προκειμένῳ, ἀποδεικνύεται οὐδέτερος καὶ ἀμέτοχος στὶς παρακλήσεις τῶν δικῶν του ἀνθρώπων, τῶν διακόνων τῆς Ἐκκλησίας του. Δὲν στήνει εὐήκοον οὖς καὶ δὲν ἐπενεργεῖ στὶς αἰτήσεις τῶν Ἀποστόλων του∙ αὐτὸ δὲν εἶναι κανόνας γενικὸς καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀποκλείσουμε τὴν ἐπενέργεια τῆς βουλήσεώς του στὶς ὅποιες αἰτήσεις μας. Οἱ βουλές του εἶναι ἀνερμήνευτες καὶ ἄγνωστες. Ἐμεῖς αἰτούμεθα τὴν ὅποια βοήθεια ἀπὸ μέρους τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκεῖνος ἀποφασίζει γιὰ τὴν ἐκτέλεση, καὶ πάντοτε ἀνάλογα μὲ τὴν καθαρότητα τοῦ συνειδότος μας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμολογεῖ, στὴν ἴδια Ἐπιστολή, (9, 7), ὅτι «ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός». Ὁ Θεός, λοιπόν, ἀγαπᾶ τοὺς προσφέροντες τὴν ἐκδήλωση τῆς συναντιλήψεως στοὺς ἀναγκεμένους, καὶ μὲ τὴ σειρά του καὶ ἐὰν εὐδοκήσει ἀποστέλλει τὴν ἀγάπη του καὶ σὲ μᾶς.
Ἡ δόση καὶ ἡ ἀντίδοση δὲν εἶναι ἀμφίδρομη∙ δὲν προσφέρω γιὰ νὰ μοῦ ἀντιπροσφερθεῖ. Ἡ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν ἀνθρώπινη συνήθεια. Τὰ πνευματικὰ εἶναι ἄσχετα μὲ τὰ ἀνθρώπινα. Δὲν ὑπεισέρχονται στὴ λογικὴ τοῦ κοσμικοῦ χώρου καὶ εἶναι δύσκολο νὰ τὸ κατανοήσουμε. Ὁ Θεὸς δὲν γίνεται ἀντιληπτὸς μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική∙ βρίσκεται στὸ «ἐπέκεινα» τῆς ἀντιληπτικῆς μας ἱκανότητας καὶ κατοικεῖ στὸ σκοτάδι τῶν σωματικῶν μας ὀφθαλμῶν. Πῶς εἶναι δυνατὸν τὰ μάτια, ποὺ βλέπουν τὴν σχετικότητα τοῦ κοσμικοῦ χώρου, νὰ διακρίνουν τὴν ὕπαρξη καὶ τὴ φύση τῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ; Ὁ θεόπτης Μωυσῆς εἶδε τὴ βάτο τὴν καιόμενη καὶ μὴ φλεγόμενη στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὴν ἄκουσε τὴ φωνή τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν ταυτότητά του: «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν». Εἶμαι αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει. Ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ὁμολογεῖ, ὅτι: «Θεὸς ἀντιλαμβανόμενος οὐκ ἔστι Θεός». Μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ κατέλθει στὸ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο καὶ νὰ γίνει ἀντιληπτός; Ὁ Παῦλος, ἐπίσης, ὁμολογεῖ, ὅτι «Θεὸν οὐδεὶς πόπωτε ἑώρακεν».
Ἡ ἐξομολόγησή μου βρῆκε εὐκαιρία νὰ ἐκφρασθεῖ ἀπὸ τὴν παύλεια ἐξομολόγηση καὶ ὁ μεγάλος Ἀπόστολος ἄς μοῦ συγχωρήσει τὸ θράσος μου. Κι  ἐγώ, μικρὸς καὶ βραχύς, ἐπιζητῶ τὴν εὐδοκία τῆς μεγαλοσύνης του καὶ τὴ σκέπη καὶ προστασία τῆς ἀγάπης του. Εἶναι ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο ὅσο κανεὶς ἄλλος καὶ ἔκενε τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἀνακουφίσει τὸν ἀνθρώπινο πόνο καὶ τὴν ἔλλειψη τῶν ἀπαραιτήρων τροφῶν γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῶν πιστῶν τῆς Παλαιστίνης. Ἦταν ἡ ἀπροσμέτρητη χαρὰ τοῦ Ἀποστόλου, ὅταν ἄκουσε τὴν καλὴ πορεία τῶν Κορινθίων και ἡ χαρὰ του ξέσπασε στὴν ἐξομολογητικὴ του ὁμολογία. Πολλὲς φορὲς ἔχουμε τὴν ἀνάγκη νὰ ἀποβάλλουμε τὸ βάρος ποὺ μᾶς καταθλίβει καὶ νὰ γίνουμε κοινωνοὶ μὲ τοὺς συναθρώπους, ποὺ θεωροῦμε ὅτι μᾶς καταλαβαίνουν καὶ μᾶς ἀγαποῦν. Εἶναι ἕνα εἶδος ἀποφορτίσεως, γιατὶ χαρὰ ποὺ λέγεται γίνεται διπλὴ χαρά, ἐνῶ πόνος ποὺ λέγεται γίνεται κατὰ τὸ μισὸ λύπη.
Εἴθε ὁ ἀναγνώστης νὰ προβληματισθεῖ, νὰ λάβει κουράγιο καὶ νὰ βαδίσει τὸν δρόμο τῆς ὀρθότητας καὶ τῆς ἀγάπης. Ἄς γνωρίσει τὸν ἄνθρωπο μὲ προσοχὴ καὶ ἄς τὸν βοηθήσει νὰ πληροφορηθεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ «φαίνει πᾶσι». Καὶ ὁ μεγάλος Ἀπόστολος διακήρυξε τὸ «ἡμεῖς ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθημεν». Εἴμαστε καλεσμένοι νὰ ζοῦμε ἐλεύθεροι στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐλευθερία καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τὸν πλαισιώνουν καὶ συναποτελοῦν τὴν ποίμνη του, εἶναι χαρούμενοι καὶ προβληματισμένοι, ὁλοκληρωμένοι καὶ πρότυπα μιμήσεως. Ὁ Παῦλος μᾶς ἔδωσε ἐναύσματα καὶ εὐκαιρίες∙ ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς ἡ περαιτέρω πορεία καὶ συμπεριφορά μας. 
Καὶ ὁ μεγάλος Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Χρυσόστομος Ἰωάννης καταγράφει μὲ τὸ δικό του μοναδικὸ τρόπο τὴν ἐπιστασία τοῦ Χριστοῦ σὲ μᾶς:
«Ἐγώ πατήρ, ἐγώ νυμφίος, ἐγώ οἰκία,
ἐγώ τροφεύς, ἐγώ ρίζα, ἐγώ θεμέλιος.
Πᾶν ὅπερ ἄν θέλῃς ἐγώ.
Μηδενός ἐν χρείᾳ καταστῇς.
Ἐγώ δουλεύσω.
Ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι.
Ἐγώ καὶ φίλος καὶ ξένος καὶ κεφαλή
καὶ ἀδελφός καὶ ἀδελφή καὶ μήτηρ.
Πάντα ἐγώ.
Μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ.
Ἐγώ πένης διὰ σὲ καὶ ἀλήτης (ὁ μὴ ἔχων οἰκία) διὰ σέ, ἐπί σταυροῦ διὰ σέ,
ἐπί τάφου διὰ σέ,
ἄνω ὑπέρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί.
Κάτω ὑπέρ σοῦ πρεσβευτής
παραγέγονα παρά τοῦ Πατρός.
Πάντα μοι σὺ
καὶ ἀδελφός καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος.
Τὶ πλέον θέλεις
 ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ "ΠΑΤΜΙΟ":  Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Νικόλαο Πάσσα, δρ. Θεολογίας, Καθηγητή Βυζαντινολόγο, απόφοιτο της Π.Ε.Σ., για την αποστολή του ανωτέρω κειμένου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου