Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Μελισσοκομία



melissaΜεταξύ των ελαχίστων παραγωγικών εντόμων που ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται, η Ευρωπαϊκή μέλισσα αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό είδος. Η Μελισσοκομία, η φροντίδα και η διαχείριση των αποικιών των μελισσών, ως κλάδος της πρωτογενούς παραγωγής, αποτελεί για πολλές χώρες του κόσμου σημαντική πηγή οικονομικών, περιβαλλοντικών κ.α. ωφελειών.
Σε παγκόσμιο επίπεδο παράγονται περί το 1,5 εκατομ. τόνοι μελιού από 65 εκατομμύρια κυψέλες. Η Κίνα με 400.000 τόνους μελιού αποτελεί την πρώτη δύναμη στην παραγωγή του προϊόντος αυτού με δεύτερη την Ε.Ε., η οποία παράγει περί τους 200.000 τόνους (13% της παγκόσμιας παραγωγής).
Η Ελλάδα, χώρα με πανάρχαια μελισσοκομική παράδοση, αποτελεί υπολογίσιμη δύναμη στην Μελισσοκομία αφού από περίπου 1,5 εκατομμύρια κυψέλες παράγονται περίπου 16.000 τόνοι μελιού και 500 τόνοι κεριού. Πρώτη δύναμη στην Ευρώπη είναι η Ισπανία (33.000 τόνοι), ακολουθούμενη από την Ιταλία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Γαλλία και Γερμανία.
Στην Ε.Ε. εισάγονται ετησίως 220.000 τόνοι μελιού και εξάγονται 93.000 τόνοι. Καταναλώνονται συνολικά περί τους 327.000 τόνους, γεγονός που δείχνει ότι η κατανάλωση μελιού κατά άτομο είναι μόνο 660 gr. Οι αντίστοιχοι αριθμοί για την Ελλάδα είναι 2.200 τόνοι (εισαγωγή) και 800 τόνοι (εξαγωγή), καταναλώνονται δηλαδή 17.400 τόνοι ή 1,6 gr ανά άτομο.
Η Μελισσοκομία στην Ελλάδα καλύπτει περί το 2,4% της αξίας της ζωϊκής παραγωγής και το 0,55% της αξίας της αγροτικής παραγωγής. Αν όμως συνυπολογισθεί η σημασία που έχει για την αύξηση της γεωργικής και δασικής παραγωγής μέσω της επικονίασης, η πραγματική συνεισφορά της είναι πολλαπλάσια.
Ο αριθμός των απασχολούμενων με την μελισσοκομία ατόμων ανέρχεται στους 20.000 περίπου, εκ των οποίων οι περισσότεροι σε ερασιτεχνικό ή ημιεπαγγελματικό επίπεδο.
Στην Ελλάδα φαίνεται ότι ενώ η αύξηση σε παραγωγή μελιού ετησίως ανέρχεται σε 3%, η αντίστοιχη αύξηση σε αριθμό κυψελών είναι 0,3% και η κατά έτος αύξηση στην παραγωγικότητα 2,5%. Οι ρυθμοί αυτοί είναι ιδιαίτερα ταχείς συγκρινόμενοι σε ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο.
Με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω μπορεί η Μελισσοκομία στην Ελλάδα στο πλαίσιο της πρωτογενούς παραγωγής να αποτελέσει μία έστω μικρή έξοδο από την οικονομική κρίση και να συμβάλει στην άμβλυνση του σοβαρού προβλήματος της ανεργίας ιδιαίτερα των νέων ;
Μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μπορούσε να δοθεί από την σημειούμενη τα τελευταία χρόνια πολύ σημαντική αύξηση των προσερχόμενων στα σχετικά επιμορφωτικά σεμινάρια που διενεργούνται στο Ινστιτούτο Γεωπονικών Ερευνών (Ι.Γ.Ε.) στο κτήμα Συγγρού αλλά και σε άλλα Ιδρύματα και Φορείς.
Εκατοντάδες νέοι αλλά και άλλων ηλικιών, αστοί ως επί το πλείστον, επιθυμούν κάθε εξάμηνο να γνωρίσουν την μελισσοκομία, να γίνουν μελισσοκόμοι.
Η σχετική εμπειρία, που έχει αποκτηθεί από την πολύχρονη ενασχόλησή μας στα σεμινάρια αυτά, δείχνει ότι η μελισσοκομία φαντάζει μία δραστηριότητα που μπορεί να επιχειρηθεί από πολλούς, με μικρό επενδυτικό κόστος και να συνδυαστεί με την επιθυμητή επιστροφή σε πιο φυσικές δραστηριότητες, μακριά από το αστικό περιβάλλον.
Αναμφισβήτητα η μελισσοκομία απαιτεί κυρίως γνώση και σχετικώς λιγότερα κεφάλαια. Η Ελλάδα με την ποιότητα και ποικιλότητα της αυτοφυούς μελισσοκομικής χλωρίδας που διαθέτει, μπορεί να παράξει μέλι άριστης ποιότητας.
Αναλογιζόμενοι μάλιστα τις εκτάσεις που παραμένουν κυριολεκτικά ανεκμετάλλευτες, ως προς την χλωρίδα αυτή, κανείς μπορεί να αναρωτιέται γιατί τόσοι νέοι προτιμούν να εργάζονται σε σκληρότερες συνθήκες και σε πολύ χαμηλά αμειβόμενες εργασίες.
Η Ελληνική πολιτεία και κοινωνία που ίσως πίστεψε ότι η πρωτογενής αγροτική παραγωγή δεν χρειάζεται και τόσο, αφού όλα μπορούσαν να «εισάγονται με δανειζόμενα χρήματα», πρέπει να αρχίσει να συνειδητοποιεί την αξία της παραγωγής αυτής. Η Μελισσοκομία πολλά μπορεί να δώσει ακόμη στην ελληνική οικονομία και απασχόληση. Τα προβλήματα του κλάδου πάντως είναι ακόμη πολλά που δεν είναι δυνατόν στο σύντομο αυτό κείμενο να εκτεθούν ή πόσο μάλλον να αναλυθούν.
Εντελώς ενδεικτικά αναφέρεται εδώ η πρακτική των παράνομων ελληνοποιήσεων των μελισσοκομικών προϊόντων.
Μέλι, βασιλικός πολτός, γύρη, πρόπολη και κερί, αμφιβόλου ποιότητας, εισάγονται από χώρες με πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής, εμπορεύονται ως ελληνικά, αφήνοντας μεγάλα περιθώρια κέρδους στους διακινητές, ανταγωνιζόμενα με αθέμιτο τρόπο τα ελληνικά. Η παντελής σχεδόν απουσία ταυτότητας του ελληνικού μελιού συντελεί ιδιαίτερα σε αυτό. Το ελληνικό μέλι μπορεί με την ασύγκριτη ποιότητά του να κυριαρχήσει στην Ευρώπη και αλλού.
Αλλά όχι μόνο αυτό, και τα άλλα μελισσοκομικά προϊόντα είναι αρίστης ποιότητας, δεν παράγονται όμως σε επαρκείς ποσότητες από τους μελισσοκόμους και δεν τα γνωρίζουν καλά οι έλληνες καταναλωτές. Και όμως, μια παραγωγή ανά κυψέλη 3-5 kg γύρης, 500 g πρόπολης, 10-20 g βασιλικού πολτού και 200-500 g κεριού είναι εφικτή σε ελληνικές συνθήκες.
Είναι πράγματι εκπληκτικό να αναλογισθεί κανείς ότι για τη γύρη και την πρόπολη η έρευνα στη χώρα μας είναι ελλιπής, δεν γνωρίζουμε ακόμη και τι ποσότητες παράγονται, και ποια είναι η «ορθή μελισσοκομική πρακτική» που πρέπει να ακολουθηθεί για την άριστη ποσοτική και ποιοτική απόληψή τους.
Ελληνικές και ξένες βιομηχανίες που χρησιμοποιούν τα προϊόντα αυτά επιθυμούν να έχουν ελληνικά μελισσοκομικά προϊόντα, εφόσον πολύ καλά γνωρίζουν την άριστη ποιότητά τους. Γίνεται έτσι σαφές ότι, εκτός από το μέλι, η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ελλειμματική και σε όλα τα μελισσοκομικά προϊόντα.
Το επιστημονικό προσωπικό στα Πανεπιστήμια, Ινστιτούτα αλλά και επαγγελματικές ενώσεις που ασχολούνται με την Μελισσοκομία συνεισφέρουν στην πρόοδο του κλάδου αυτού στην Ελλάδα και είναι όλοι έτοιμοι να βοηθήσουν τους τόσους πολλούς, ιδιαίτερα νέους σε ηλικία με δύναμη και όρεξη, που τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι πράγματι επιθυμούν να ασχοληθούν επαγγελματικά με τον κλάδο αυτό, κλάδο που μπορεί έτσι να αποτελέσει έστω μια μικρή έξοδο (πυλίδα) από την οικονομική κρίση που υπάρχει στην Ελλάδα.
ΠΗΓΗ:http://www.pemptousia.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου