Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Ἡ Καύση τῶν νεκρῶν


Απαίτηση τῆς ἐποχῆς μας ἤ ἀλλοίωση
τῆς διφυοῦς ὑπάρξεώς μας;
 «Ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ μου, αὐτοὶ δὲ κατενόησαν
καὶ ἐπεῖδόν με»(Ψαλμ. 21,18).
Γράφει ὁ Νῖκος Πάσσας
Καθηγητής Δρ. Θ.
Ἡ ἐποχή μας, ἐποχὴ τοῦ ἄκρατου συγκρητισμοῦ (φαινομένου ἀφομοιώσεως θρησκευτικῶν ἤ ἄλλων στοιχείων ἀπὸ μιὰ θρησκεία σὲ μιὰ ἄλλη), καὶ τῆς συγχύσεως τῶν κοινωνικῶν δεδομένων, προβάλλει ἀπαιτήσεις καὶ νοσταλγεῖ ἀλλαγὲς σὲ θέματα ἱστορικῆς παραδόσεως καὶ θρησκευτικῆς πράξεως. Ἡ σύγχρονη παθογενὴς πρόοδος ἀπεμπολεῖ παραδόσεις καὶ ἔθιμα, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ συνταχθεῖ μὲ τὸ ἅρμα τῆς κακῶς νοουμένης προόδου. Ἡ προβλη- ματικὴ ποὺ μᾶς ὑποχρεώνει νὰ ἀσχοληθοῦμε, εἶναι ἡ κατὰ και- ροὺς πρόταση συναθρώπων μας, οἱ ὁποῖοι ἀποσκοποῦν στὴν ἀνα- τροπὴ τοῦ ἔθους τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφορικὰ μὲ τὴν καύση τῶν νε- κρῶν. Τὸ θέμα, λοιπόν, εἶναι ἐπίκαιρο∙ οἱ γνῶμες διίστανται, ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία κωφεύει καὶ ὁ χριστεπώνυμος λαὸς ἐπιθυμεῖ κάποια γνώμη, κάποια ἄποψη αἰτιολογημένη, κατὰ τὸ δυνατόν.
Θάνατος, Ὕπνος καὶ Ἑρμῆς μεταφέρουν γυναίκα στὸν Ἅδη
Μιὰ ἱστορική, λοιπόν, διαδρομὴ καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς ἀρ- χαιότητας θα’ ταν πρά- γματι ἐνδιαφέρουσα. Λέ με a prio ri ὅτι οἱ Ἕλληνες ἦταν λαός, μὲ ἐξαιρετικὸ σεβασμὸ στοὺς νεκρούς. Ἡ ταφή τῶν προσφιλῶν νεκρῶν ἦταν χρέος ἀναντίρρητο, ἀπὸ μέρους τῶν συγγενῶν.
πίστη, ἐπίσης, στὴ μεταθανάτια ζωὴ ἦταν γεγονὸς ἀναμφισβή- τητο, παρὰ τὶς περὶ τοῦ ἀντιθέτου ἀπόψεις νέο-ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι παραχαράσσουν τὴν ἱστορία καὶ ἀμαυρώνουν τὰ ἔθιμα τῶν προ- πατόρων μας.  Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ διάλογος τῆς Ἀντιγόνης καὶ τῆς εὐθυνόφοβης Ἰσμήνης, γιὰ τὸν ἀδελφό τους, ὁ ὁποῖος παρέμε- νε ἄταφος, κατὰ διαταγὴ τοῦ Κρέοντα, ἐπειδὴ ἐπέδραμε κατὰ τῆς πατρίδας του, ἔχει ἐνδιαφέρον. Ἡ Ἀντιγόνη παρακούει τὴν ἐντολὴ τοῦ βασιλιᾶ καὶ προτιμᾶ τὸ χρέος τῆς ταφῆς τοῦ ἀδελφοῦ της καὶ τὴν εὐμένεια τῶν νεκρῶν τοῦ κάτω κόσμου, ἀπὸ τὴν ὅποια βασι- λική ἐπιβράβευση. Ὁ ἄταφος νεκρός, σύμφωνα μὲ τὴν κρα-  τοῦσα πίστη, δὲν εὕρισκε τὴν ἠρεμία τῆς ψυχῆς καὶ γινόταν κακὸ πνεῦμα, ταλαιπωρώντας τοὺς συγγενεῖς και τοὺς φίλους.
Στὴν Ἑλλάδα ὑπῆρχε ἀκόμη καὶ ἡ ἐμβυόσχημη ταφή, κατὰ τὴ θέση τοῦ ἐμβρύου στὴ μήτρα τῆς μητέρας. Ὅμως, σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις ἔχουμε καὶ τὴν καύση τῶν σωμάτων, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, στὸ βιβλίο τας Ἰλιάδας, Ραψῳδία Ψ΄, στ. 71-260. Πιὸ συγκεκριμένα: ἡ ψυχὴ τοῦ Πατρόκλου ἐμφανίζε- ται στὸν Ἀχιλλέα καὶ τοῦ λέει:
«Θάψ’ τὸ κορμί μου δίχως ἄργητα,
νὰ μπῶ στὸν κάτω κόσμο τὰ ψυχολόγια (οἱ ψυχές),
μὲ ἀποδιώχνουνε, τῶν πεθαμένων οἱ ἴσκιοι,
περνώντας τὸ ποτάμι
(ἡ Στύγα ἦταν τὸ ποτάμι τοῦ κάτω κόσμου),
ἀντάμα τους νὰ σμίξω, δὲ μ’ ἀφήνουν.
Δώσ’ μου τὸ χέρι τώρα, μ’ἔπνιξεν ὁ θρῆνος,
Τὶ ἀπ’ τὸν Ἅδη πιὰ γυρνῶ,
Σύντας θ’ ἀνάψετε φωτιὰ γιὰ νὰ μὲ κάφτε.
Πυρά, φάρδος καὶ μάκρος σήκωσαν ὡς ἑκατὸ ποδάρια.
Καὶ βάλαν τὸ νεκρὸ κατάκορφα
μὲ πικραμένα σπλάγχνα,
μετὰ ἄς μαζέψουμε τὰ κόκκαλα, καλὰ διαλέγοντάς τα…
κι  ἄς τοῦ τὰ βάλουνε σὲ ὁλόχρυσο μετὰ σταμνί
σὲ ξίγκι, μέσα διπλό, ὡς να, ρθει
κι ἡ ἀράδα μου νὰ κατεβῶ στὸν Ἅδη
…μετὰ τὸ μνῆμα κυκλοχάραξαν’
καὶ στήσαν τὰ θεμέλια».
 
 Ἡ παράθεση τῶν στίχων τῆς Ἰλιάδας ἀποσκοπεῖ στὸ γεγονὸς τῆς ταφῆς, ἀκόμη καὶ τῶν σωμάτων ποὺ καίγονταν, ὅπως τὰ ὀστᾶ τοῦ Πατρόκλου, γαιτὶ ἡ ἠρεμία τοῦ νεκροῦ  ἐρχόταν μόνο μὲ τὸν ἐναγκαλισμὸ τοῦ χώματος. Ἡ Μάνα γῆ πρέπει νὰ δεχθεῖ στὴν ἀγκαλιά της ὅλα τὰ γεννήματα. Εἶναι ὁ νόμος τῆς ὑπάρξεως, μὲ τὶς δύο ὄφεις της, τὴ ζωή καὶ τὸν θάνατο. Ἔτσι, οἱ ἀρχαιοέλληνες τοποθετοῦσαν τὰ σώματα τῶν προσφιλῶν νεκρῶν στὸ χῶμα, ἀνε- γείροντας μνημεῖα πολυτελῆ μὲ πλάκες ἀναθηματικὲς καὶ ἀνά- γλυφες παραστάσεις, τὶς ὁποῖες σήμερα τὶς παρατηροῦμε ἔκπλη- κτοι. Ἡ ταφὴ τῶν σωμάτων στὴν ἀρχαιότητα, ἀπὸ ἱστορικῆς καὶ ἀρχαιολογικῆς ἀπόψεως, ἔχει ἰδιαί- τερη σημασία. Πιὸ συγκεκριμένα: ἡ συνήθεια τῆς ταφῆς καταδεικνύει τὴν πίστη τῶν Ἑλλήνων στὴ μετα- θανάτια ζωή. Ὁ κάτω κόσμος ἦταν ὁ χῶρος συναντήσεως τῶν ψυχῶν, οἱ ὁποῖες, σὲ μιὰν ἄλλη διάσταση καὶ σχέση, δημιουργοῦσαν παρό- μοιες ἐπαφές, μὲ ἐκεῖνες τοῦ πάνω κόσμου. Ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη φέρει, κατὰ καιροὺς στὸ φῶς, τά- φους θολωτούς, ἀλλὰ καὶ ὁλόκλη- ρες νεκροπόλεις μὲ πλούσια κτερί- σματα, ὅπως τὸν τάφο τοῦ Ἀτρέα στὶς Μυκῆνες καὶ ἐκεῖνον τοῦ Φιλίππου στὴ Βεργίνα, μὲ τὰ θαυμαστὰ κτερίσματα, ποὺ ἔφερε στὸ φῶς ὁ μακαριστὸς ἀρχαιολόγος Μανόλης Ἀνδρόνικος, ἀλλὰ καὶ τόσα ἄλλα εὑρήματα, διάσπαρτα στὸ ἔδαφος τῆς Ἐλλήνων γῆς.
Στὴν Ἀθήνα, ἡ ἑορτὴ τῶν «Ἀνθεστηρίων ἤ τῶν Πυθοιγείων», πρὸς τιμὴν τοῦ Διόνυσου, διαρκοῦσε τρεῖς μέρες. Τὴν Τρίτη ἡμέρα πρόσφεραν στὸν θεὸ τοὺς «χύτρους», ποὺ ἦταν ἀγγεῖα, στολισμένα μὲ ἄνθη καὶ τὸ περιεχόμενό τους ἦταν κρασὶ -γιομα- τάρι-. Ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἦταν ἀφιερωμένη στοὺς νεκρούς, προφέ- ροντας στοὺς τάφους τους τὶς «Σπονδές». (ἐκχυση κρασιοῦ στὸν τάφο τοῦ νεκροῦ).
Ὁ συλλογισμὸς ἐδῶ, γιὰ τὴν ἔρευνά μας, εἶναι ἁπλός. Ἐὰν ὑπῆρχε ἡ καύ- ση τῶν νεκρῶν στὴν ἀρχαιότητα θὰ εἴχαμε σήμερα ἐμεῖς ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια ἔργα τέχνης;
 
                           Ἡ χρυσὴ λάρνακα τῆς Βεργίνας
 
Ἀναμφίβολα ὄχι. Ἡ ἔρευνα γενικά, εἶναι προσπάθεια ἀποκα- λύψεως τῆς ἀλήθειας. Εἶναι ἡ ἐναγώνια ἀφοσίωση, καὶ πολλὲς φορὲς διὰ βίου, τῶν ἐρευνητῶν, οἱ ὁποῖοι προχωροῦν, μὲ βάση μικρὲς ἤ καὶ ἀνύπαρκτες πληροφορίες, σχετικὰ μὲ μνημεῖα τοῦ παρελθοντος. Εἶναι, ὅμως, καὶ ἡ ἀπεριόριστη χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση, μετὰ ἀπὸ κάθε ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας. Ἐδῶ, συνηχεῖ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννη ἡ μαρτυρία: «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (8,32).
Ἕνας ἐλικοειδὴς κρατήρας (ἀγγεῖο εὐρύχωρο), ἀποκείμενος στὸ Μουσεῖο τῆς Νεαπόλεως (ἀπουληίας), χρονολογούμενο στὰ 340-330 π.Χ. ἐμφανίζει στὸ κέντρο τὸν τάφο (βωμό), τοῦ Πατρόκλου, ἐνῶ ἀριστερὰ ὁ Ἀχιλλέας σφάζει ἕναν ἀπὸ τοὺς συλληφθέντες Τρῶες. Δεξιά, ὁ Ἀγαμέμνονας κάνει σπονδὴ (στ. 175). Λέγεται, μάλιστα, ὅτι τὸν τάφο τοῦ Πατρόκλου ἐπισκέφθηκε ὁ Μέγας Ἀνέξανδρος, ὅταν ἔφτασε στὴν Τροία καὶ θυσίασε στὴ μνήμη τοῦ Ἕλληνα ἥρωα. Ἄν δὲν ὑπῆρχε ὁ τάφος-βωμὸς τὰ πάντα θὰ εἶχαν λησμονηθεῖ.
Ἐρχόμενοι στὸν χῶρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὑποβάλλουμε τὸ ἐρώτημα: Πῶς ἐπεκράτησε ἡ ταφή ταῶν νεκρῶν; Ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεώς της, καθιέρωσε τὴν ταφὴ τῶν σωμάτων, συνοδευόμενη πάντοτε μὲ τὴ γνωστὴ «Ἐξόδιο Ἀκολουθία», ἡ ὁποία περικλείει φιλοσοφία ἐκπληκτικὴ καὶ ὑπεγεί- ρει συναισθήματα, τὰ ὁποῖα δονοῦν τὶς ψυχὲς τῶν συμμετε- χόντων. Τὸ ἀποκαθηλωμένο σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο παρέλα- βαν οἱ δύο κρυφοὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ: Νικόδημος καὶ Ἰωσήφ, τὸ τοποθέτησαν σὲ μνημεῖο, λαξευμενο σὲ πέτρα: «ὁ Ἰωσήφ, καθελὼν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἐνετύλιξε σινδόνι καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνημείῳ λαξευτῷ, οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω κείμενος» (Λουκ. 23,53). Ἡ περιποίηση τοῦ νεκροῦ σώματος ἦταν ἐκείνη τῆς συνήθειας τῶν Αἰγυπτίων, γιατὶ οἱ Ἰουδαῖοι παρέλαβαν τὰ ταφικὰ ἔθιμα ἀπὸ τὸν λαὸ τῆς Αἰγύπτου, στὰ τόσα χρόνια τῆς δουλείας  τους.
 
Στὴν κεφαλὴ ἔθεταν τὸ «Σουδάριο» εἰδικὸ σκοῦφο καὶ μὲ τὶς ταινίες, ποὺ τοπο- θετοῦσαν σὲ κολλώδη οὐσία περιτύλιγαν τὰ σώματα, τὰ ὁποῖα πα- ρέμεναν στὸν χρόνο ὡς «Μούμιες». «καὶ θεωρεῖ-ὁ Πέτρος-,τὰ ὀθόνια κείμενα καὶ τὸ σουδάριον, ὅ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον»,(Ἰωάν. 20, 6-7).
 Ὅμως, δὲν ἦταν μόνον οἱ Αἰγύπτιοι καὶ οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλὰ καὶ οἱ Ρωμαῖοι καὶ οἱ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ἔθαβαν τοὺς νεκρούς. Ἔτσι, ἐπεκράτησε ἡ ταφὴ τῶν νεκρῶν σωμάτων καὶ στὴν Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα σὲ δύσκολες ἐποχές, ὅπως ἦταν οἱ Διωγμοί. Ἡ ταφὴ γινόταν στὶς κατακόμβες, στὰ πλευρικὰ τοιχώματα τῶν τοίχων, τὰ «ἀρκοσόλια» καὶ πρόσωπα μεγαλύτερου σεβασμοῦ ἐνταφιάζονταν στὶς συνατήσεις τῶν ἀνοιγμάτων τῶν κατακομβῶν καὶ πάνω στὶς πλάκες τῶν μνημείων αὐτῶν τελοῦσαν τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐ- χαριστίας. Ἡ συνήθεια αὐτὴ διασώθηκε μέχρι σήμερα. Κατὰ τὰ θυρανοίξια ἑνὸς Ναοῦ ὁ ἐπίσκοπος τοποθετεῖ τμῆμα ἱεροῦ Λειψά- νου, σὲ σταυρόσχημη ἐγκοπή, κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἐπαναλαμβάνεται ἔτσι ἡ συνήθεια τῶν κατακομβῶν.  
 Προβάλλει ἀκόμη καὶ ἄλλο ἐρώτημα, σχετικὰ μὲ τὴν καύση τῶν νεκρῶν. Στὴν Ἰστροδικα- στικὴ ἐπιστήμη καὶ γενικὰ στὴν ἀποκάλυψη καὶ ἐξιχνίαση τῶν ἐγκλημάτων θὰ δημιουργηθεῖ τεράστιο πρόβλημα. Πιὸ συγκεκριμένα: ἡ ἐξαφάνιση ἑνὸς σώματος, τὸ ὁποῖο ὑπέκυψε ὄχι σὲ συνθῆκες φυσιολογικές, ὅπως ἡ ἀσθένεια, ἀλλὰ μὲ βίαιο τρόπο, ὅπως ἡ ἐγκληματικὴ ἐνέργεια, δημιουργεῖ πρόβλημα στὴν ἐξιχνίαση. Τὶς περισσότερες φορὲς καὶ κάτω ἀπὸ συνθῆκες περίεργες, ἡ γνωμάτευση εἶναι ἐλλιπὴς ἤ καὶ παραπλανητική, γιὰ διάφορους λόγους. Ἐπίσης, πολλὲς φορές, οἱ συγγενεῖς, ποὺ δὲ μένουν ἱκανοποιημένοι μὲ τὴν πρώτη γνωμά- τευση, ἀναθέτουν σὲ δεύτερο Ἰατροδικαστὴ τὴν ἔρευνα, ἀφοῦ γίνει ἡ ἐκταφή τοῦ πτώματος. Στὴν περίπτωση ὅπου τὸ σῶμα ἔχει καεῖ, ποιὰ γνωμάτευση θὰ γίνει; Πῶς θὰ ἱκανοποιηθοῦν οἱ συγγενεῖς γιὰ τὸν τραγικὸ ἵσως θάνατο προσφιλοῦς προσώπου;
 Ἔχω πρὸ ὀφθαλμῶν τὴν εἰκόνα τοῦ Ἰατροδικαστῆ Γιαμαρέλου, μακαριστοῦ σήμερα, ὁ ὁποῖος στὴν πρόταση καύσεως τῶν σωμά- των, ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος τοῦ ἀναλλοιώτου σκηνώματος τοῦ γέροντος Βησσαρίωνος, σήκωσε τὰ χέρια καὶ μὲ κραυγὴ ἀγωνίας εἶπε: «εἶστε τρελοί, εἶστε τρελοί; Ξέρετε τὶ λέτε τὴ στιγμὴ αὐτή;»Ὁ ἐπιστήμονας, σαφῶς τὴ στιγμὴ ἐκείνη, σκεπτόταν τὸ χάος ποὺ θὰ ἐπικρατοῦσε, ἐὰν ἡ καύση ἔπαιρνε νομοθετικὴ βάση καὶ γινόταν ἀνατροπὴ τοῦ ἔθους τῆς κοινωνίας.
Στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία ἔπαυσε νὰ ὑπάρχει τὸ «ὁμόθρησκον», λόγῳ εἰσβολῆς στὴ χώρα ἀλλογενῶν καὶ ἀλλόθρησκων. Εἶναι, λοιπόν, φυσικό, οἱ ἀλλόθρησκοι ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ἀκολου- θοῦν τὰ δικά τους ταφικά ἔθιμα. Ὅμως, ποιὰ εἶναι ἡ θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας; Εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ἀνέκαθεν, βρισκόταν σὲ δύσκολη θέση, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἐνταφιάσει ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν ἄλλο δόγμα. Σήμερα τὰ πράγματα ἔχουν διαφοροποιηθεῖ καὶ ἔχει ὡριμάσει, στὴ συνείδηση τοῦ κόσμου, ἡ ἐπιλογὴ τοῦ τρόπου ταφῆς τῶν ἀλλοδόξων. Ἡ Ἐκ- κλησία ἀποφαίνεται συνοδικῶς ὡς ἑξῆς:
Οἱ ἑτερόδοξοι μποροῦν νὰ ἔχουν τὴν ὅποια ἐπιλογή, μετὰ θάνα- τον, ταφῆς ἤ καύσεως. Ὅμως, γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανοὺς ὑπάρχει διαφορά. Μποροῦν καὶ αὐτοὶ νὰ ἐπιλέξουν τὸν τρόπο ταφῆς τους, ἀλλὰ στὸ μέλλον ἡ Ἐκκλησία: ἀρνεῖται τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία καὶ τὰ μνημόσυνα ἀπὸ μέρους τῶν συγγενῶν «ἐν ἐκκλησίᾳ». Ἡ ἄρνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ταφῆς δημιουργεῖ αὐτόματα τὴ διαγραφὴ τοῦ πιστοῦ ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο καὶ εἶναι προφανές. Ἡ ἐπιλογή «ἐν ἐλευθερίᾳ» εἶναι τοῦ πιστοῦ καὶ βέβαια τῶν συγγενῶν καὶ ὄχι τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ σχέση νεκρῶν καὶ ζώντων εἶναι ζωηρὴ καὶ ἐνεργή. Ἀνέκαθεν καὶ σήμερα καὶ πιστεύω στὸ διηνεκές, ἡ σχέση ζώντων και νεκρῶν εἶναι ζῶσα. Οἱ νεκροί μας εἶναι προσφιλεῖς∙ εἶναι οἱ ἄνθρωποί μας, οἱ γονεῖς μας, τὰ παιδιά μας, οἱ συγγενεῖς μας, οἱ φίλοι μας. Ἡ ἐπικοινωνία μαζί τους δὲ σταματᾶ μὲ τὴν κάθοδό τους στὸν τάφο. Ἡ ἐπίσκεψή μας τὸ πρωὶ τῆς ἄλλης ἡμέρας, ποὺ γίνεται τὸ «καλημέρισμα», τὰ μνημόσυνα καὶ ἡ τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων, εἶναι ἐνδεικτικὰ σημεῖα τῆς συνεχοῦς κοινωνίας μὲ τοὺς νεκρούς. Οἱ ἐπισκέψεις μας στὸν τάφο τους εἶναι ἡ τρυφερὴ στιγμὴ τῆς δικῆς μας ἀγάπης, ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν περιποίηση τῶν μνημάτων, τὴν τοποθέτηση λουλουδιῶν καὶ τὰ τρισάγια, ποὺ τελοῦμε στὸν τάφο τους. Εἶναι, λοιπόν, ἀδιανόητη, γιὰ μᾶς τοὺς ὀρθόδοξους ἡ καύση τῶν προσφιλῶν μας νεκρῶν.
 Τοὺς νεκροὺς τοὺς θέλουμε κοντά μας. Μᾶς ἱκανοποιεῖ ἡ ἐπίσκεψή μας κοντά τους, μᾶς ἀνακουφίζει ἡ περιποίησή τους, μᾶς χαροποιεῖ ἡ ὅποια μεταθανάτια προσφορά, γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τους. Αὐτὴ ἦταν ἡ συμπεριφορὰ τῶν προγόνων μας, αὐτὴ θὰ εἶναι πιστεύω στὸ διηνεκὲς καὶ ἡ δική μας. Ὅλα τὰ ἄλλα προέρχονται ἐκ τοῦ πονηροῦ καὶ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα θεμελιώ- σεως τοῦ μυστικιστικοῦ κινήματος τῶν Νέο-ἐποχιτῶν, (New Age), καὶ τοῦ σαρωτικοῦ κινήματος τῆς Παγκοσμιοποιήσεως τῶν Σιωνιστῶν.
Τὸ μόνο ποὺ μᾶς μένει εἶναι ἡ ἀντίσταση, τὸ κλείσιμο τῶν αὐτιῶν μας στὶς σύγχρονες σειρῆνες αὐτῶν τῶν κινημάτων, τὰ ὁποῖα ἀποσκοποῦν στὴν ἐκρίζωση τῶν ὁσίων καὶ τῶν ἱερῶν τῆς φυλῆς καὶ τῆς Ἐκλλησίας μας.
   Ἕλληνες ἀντισταθεῖτε! Αὐτὸ μᾶς μένει.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: "Ο Πάτμιος" εκφράζει τις θερμές του ευχαριστίες προς τον αποστολέα και συγγραφέα του ανωτέρω κειμένου κ. Νικόλαο Πάσσα. Καθηγητή Βυζαντινολόγο, απόφοιτο της παλαίφατης Πατμιάδος Εκκλησιαστικής Σχολής

1 σχόλιο: