Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Ὁ Χρόνος



Μιὰ διηνεκὴς κίνηση στὸ παρὸν καὶ στὸ μέλλον.

«Εὐλογήσεις τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ
τῆς χρηστότητός σου» (Ψαλ. 64,12).

    Εἶναι, ὄντως, δύσκολη ἡ σύλληψη τῆς ἔννοιας τοῦ χρόνου. Παρά ταῦτα ὅμως θὰ μπορέσουμε, μὲ τρόπο περιγραφικό καὶ ὅσο γίνεται ἁπλό, νὰ κάμουμε ἀναφορά στὴν ἔννοια αὐτή, ἡ ὁποία συναρτᾶται μὲ τὴν ὕαρξη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ὁ χρόνος ἔχει ἀπόλυτη ἔννοια, ἡ ὁποία συναρτᾶται μὲ τον Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἔννοια ἀπόλυτη, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔννοια πεπερασμένη (κάθε τι ποὺ ἔχει ἀρχὴ χρονική, ἔχει καὶ χρονικὸ τέλος), καὶ γι’ αὐτό τὸν λόγο περνᾶμε γύρω ἀπὸ τὴν ἔννοια, περί τὴν ἔννοια, ἀλλά ποτέ ἐν τῇ ἐννοίᾳ. Αὐτές εἶναι οἱ δυσκολίες τῆς σχετικότητας καὶ τῆς ἀδυναμίας καὶ ἡ ὁποια προσπάθεια εἶναι ἐλλιπής καὶ πρωτόλεια.
Λέμε, λοιπόν, ὅτι ὁ χρόνος εἶναι διηνεκής πορεία καὶ μέσα σ’ αὐτήν ἀντιπαρατίθενται τὰ ὄντα καὶ τὸ μοναδικό «Ὄν», ποὺ φυσικά εἶναι τὸ ἐξαίρετο νοητικὸ καὶ λογικὸ δημιούργημα, ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεός, μέσα ἀπό τὸ δημιουργικὸ μεγαλεῖο τῆς τριαδικῆς Του ἀγάπης, ἐπιλέγει τὸν ἄνθρωπο ὡς ὕπαρξη ἀνώτερη καὶ κυριαρχική. Ἔδωσε σ’ αὐτόν τὸ δικαίωμα τῆς μικροθεΐας καὶ τοῦ «ἄρχειν ἐπὶ πάντων τῶν κτισμάτων». Βέβαια, πρέπει ἐδῶ νὰ ἐπεξηγήσουμε ὅτι ἡ κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει τὴν ἔκφραση τῆς ὑποδουλώσεως καὶ τῆς τυραννίας στὰ ὑπόλοιπα ὄντα, ἀλλά τὴν ὑποχρέωση τῆς φροντίδας καὶ τῆς διακυβερνήσεως τῆς φύσεως.
                                                        Ὁ Ἀδὰμ δίνει ὀνόματα στὰ ζῶα:

Τὸ βιβλίο τοῦ Μωυσῆ «Γένεσης» στὸ β΄κεφάλαιο μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Ἀδάμ καλεῖται νὰ δώσει ὀνόματα στὰ ζῶα. Ἡ ὀνοματολογία αὐτή σηματοδοτεῖ τὴ φροντίδα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὰ ζῶα, τὰ ὁποῖα θέτει κάτω ἀπό τὸν ὁρισμό καὶ τὴν ἐπιστασία του. Σὲ προέκταση, ὅμως, καὶ ὁλόκληρη τὴν ἄλογη φύση. Ἄρα, ὁ ἄνθρωπος ἀπό τὴν πρώτη στιγμή γίνεται ὁ ρυθμιστής καὶ ὁ ἐπόπτης τῆς ἁρμονικῆς πορείας ἀνθρώπου καὶ φύσεως.
 Μέσα ἀπ’ αυτή τὴν κλήση ὁ ἄνθρωπος ὑποχρεώνεται νὰ ὑλοποιήσει τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», ποὺ ἐκφράζει τὴν ἐσωτερική καλλιέργεια, ὥστε νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν δημιουργό του καὶ νὰ γίνει κατά «χάριν θεός». Σὲ δεύτερο πλάνο, καλεῖται νὰ προστατεύσει, μέσα ἀπὸ τὴν κυριαρχία του, τὴν κτίση, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀφετηρία τῆς ἱστορικής, πολιτιστικῆς του δράσεως. Ἡ δράση του αὐτή ἔχει δύο διαστάσεις: τὸν πνευματικό πολιτισμό, ἀλλά καὶ τὸν τεχνητό μὲ τὰ θαυμαστά του ἐπιτεύγματα, πάντοτε, ὅμως, μέσα ἀπὸ τὴ διάρκεια τοῦ χρόνου.
Τὸν χρόνο τὸν διαιροῦμε στὰ δύο. Στὸν ἀντικειμενικό χρόνο, ποὺ ἀντίκειται καὶ ὑπερβαίνει τὸν χρόνο τῶν ὄντων καὶ τὸν χαρακτηρίζουμε, ὡς πανδαμάτορα. Εἶναι αὐτός ποὺ ἀλλοιώνει καὶ παραμορφώνει καὶ κακοποιεῖ τὰ πάντα στὸ διάβα του. Τὸ γέρικο δένδρο, τὸ γέρικο ζῶο, ὁ γέρικος ἄνθρωπος, μὲ τὶς ρυτίδες καὶ τὴν ἀπώλεια τῆς ἐπιδερμικῆς στιλπνότητας καὶ δροσιᾶς, ἔχουν χαραχθεῖ, σημαδευθεῖ ἀπό τὸν χρόνο. Θυμᾶμαι σὲ μιὰ ἐπίσκεψη, μὲ τὴν οἰκογένειά μου, στὸ χωριό τῆς Εὔβοιας, Σέτα, ὅπου καθ’ ὁδόν συναντήσαμε μιὰ γριούλα, μὲ τὸ μπαστουνάκι της στὸ δεξιό της χέρι, ἐνῶ στὸ ἀριστερό κρατοῦσε λίγα κουκουνάρια, προσάναμμα γιὰ τὴ φωτιά της. Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ μοῦ μένει χαραγμένο στὴ μνήμη εἶναι οἱ αὐλακώσεις, ρυτίδες στὸ πρόσωπό της. Μιὰ εἰκόνα μοναδική καὶ ἀνεπανάληπτη τῆς ἐπενέργειας τοῦ ἀντικειμενικοῦ χρόνου.
Ὅμως, τὸ δεύτερο πλάνο εἶναι ὁ ὑποκειμενικός χρόνος. Πρόκειται γιὰ τὸν χρόνο ἐκεῖνο, ποὺ τὸν ἀποσπᾶμε καὶ τὸν κάνουμε δικό μας. Εἶναι ὁ χρόνος τῆς παραγωγικής μας ἐργασίας, ὁ ὁποῖος μεταμορφώνεται σὲ ἔργα εὐποιΐας ἤ κακοποιΐας. Θὰ τὸν χαρακτηρίζαμε ὡς λειτουργικό χρόνο, ὅπως ἀκριβῶς τὸν ὀνοματίζει καὶ ἡ Ἐκκλησία.Ὁ χῶρος τῆς λειτουργικῆς συνάξεως εἶναι ἡ ἐκκλησία, ὁ Ναός, ποὺ τιτλοφορεῖται καὶ ὡς οἶκος Θεοῦ. Δὲν πρόκειται γιὰ τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτό, γιατί ὁ Θεὸς δὲν εἶναι θεοεδρικός, ὅπως πίστευαν οἱ ἐθνικοί. Ἡ θέση τοῦ Χριστοῦ, σὰν ἀπάντηση στὴ Σαμαρείτισσα, εἶναι συγκεκριμένη:«πνεῦμα ὁ Θεός καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν».(Ἰωάν.4, 24).
Ὁ Ναός συμβολίζει τὸ κέντρο τῆς γῆς. Εἶναι ὁ ὀμφαλός τοῦ κοσμικοῦ χώρου καὶ ὁ τροῦλος συμβολίζει τὸν οὐρανό, ἐνῶ τὸ ἱερό Βῆμα εἶναι τὸ μεθόριο-σύνορο οὐρανοῦ καὶ γῆς. Ὅσον ἀφορᾶ στὸν χρόνο εἶναι ἔννοια, ποὺ συνδέει τὰ παρελθόντα μὲ τὰ παρόντα, ἀλλά κατευθύνεται στὸν μέλλοντα αἰῶνα, τὴν ὄγδοη μέρα, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση. Ὁ λειτουργικός, λοιπόν, χρόνος ἀποσκοπεῖ στὴν ἐσωτερική ἑτοιμασία τοῦ πιστοῦ, ὥστε στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ νὰ πορευθεῖ τὸν δρόμο τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τὴ συμμετοχή τῶν ἁγίων, δηλ. τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησία.
    Ὁ λειτουργικός χρόνος ἔχει ἐπί πλέον τὸ νόημα τῆς συμπυκνώσεως, ὅπου τὰ γεγονότα τὰ ἐκκλησιαστικά, παρά τὴν χρονική ἀπόσταση, γίνονται παρόντα καὶ ὁ πιστός βιώνει τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς πραγματικῆς σημασίας τῶν συμβάντων. Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ γεγονός αὐτό θυμίζουμε τὸν Μυστικό Δεῖπνο, ὅπου ἡ τέλεση τοῦ συμβάντος συνεχίζεται μὲ τὴν εἴσοδο σ’ αὐτό καὶ ἄλλων προσκεκλημένων, ποὺ τελικά εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς. Χρόνος, λοιπόν, καὶ χῶρος ὀργανώνονται σὲ μιὰ ἑνότητα ἁρμονική, ὥστε ὁ πιστός συμμετέχοντας στὰ δρώμενα τῆς Ἐκκλησίας νὰ συναισθανθεῖ τὴν ὄγδοη ἡμέρα.
Όλους μᾶς ἀπασχολεῖ τὸ θέμα τοῦ χρόνου. Ὑπάρχει ὁ γενικὸς χρόνος, ἀλλά παράλληλα ὑπάρχει καὶ ὁ δικός μας χρόνος, τῆς δικῆς μας πορείας καὶ ζωῆς. Ὅμως, τὶ νόημα ἔχει γιὰ μᾶς ὁ χρόνος αὐτός; Ποιὰ εἶναι ἡ δική μας σχέση μαζί του; Τὸ θέμα τοῦ χρόνου μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους. Ὅπως, ἐπίσης καὶ ὁ χαμένος χρόνος, ὁ ὁποῖος λόγῳ τοῦ παράλογου καὶ ἐπιπόλαιου μᾶς ὁδηγεῖ στὴν τραγική ἐπιλογή τῆς καταστροφῆς. Ἀντίθετα, ὁ παραγωγικός χρόνος, αὐτή ἡ θετική ἐκλογή μᾶς ἀνοίγει τὶς πύλες τοῦ καινούργιου. Γίνεται μιὰ καινούργια ἀρχή.

Ἡ ἀρχή αὐτή δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴ φυσική μας γέννηση. Σχετίζεται μὲ τὴ χρονική ὡρίμαση  τῆς δικῆς μας προσωπικῆς κτιστότητας καὶ ὀντότητας καὶ ἰδιαίτερα τῆς κοινωνίας μὲ τὸν ἄκτιστο Θεό, ποὺ πραγματώνεται στὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος τοῦ δικοῦ μας βαπτίσματος. Θέλουμε νὰ ζήσουμε σὲ μιὰν ἄλλη διάσταση, νὰ ἐπιτύχουμε τὴ νίκη τοῦ θανάτου καὶ ἡ ἔξοδός μας νὰ εἶναι εἴσοδος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιατί θέλουμε νὰ  εἴμαστε ἀπό ἐκείνους, ὅπου, κι  ἄν πεθάνουμε, θὰ ζήσουμε, κατά τὸ «οἱ δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι».
    Μέ τὸ Βάπτισμα γίνεται ἡ εἴσοδός μας στὴν ὁμάδα τὴ χριστιανική. Γίνεται, κατά κάποιο τρόπο ἡ πολιτογράφησή μας στοὺς καταλόγους, ἤ στὸ «Ληξιαρχεῖο» τῆς Ἐκκλησίας. Παράλληλα, ὅμως, ὑπάρχει καὶ τὸ Χρίσμα καὶ εἶναι ἡ τελετουργική διαδικασία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία σφραγίζεται, σημειώνεται ὁ πιστός μὲ τὸ χαρακτηριστικό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἐξάλλου ἦταν, γιὰ τοὺς πρώτους χριστιανούς, τὸ σημάδι τῆς ἀναγνωρίσεως μεταξύ τους.
Ἡ σημειοφορία ἦταν γνώρισμα τῶν ἀνθρώπινων ὁμάδων, ἰδιαίτερα στὴν ἀρχαιότητα, ἀλλά καὶ τῶν ζώων σὲ περιόδους ζωοκλοπῶν. Πιὸ συγκεκριμένα, στὴ ρωμαïκή περίοδο οἱ στρατηγοί σημείωναν τοὺς στρατιῶτες τῶν λεγεώνων τους μὲ σχήματα σιδερένια, ποὺ τὰ πυράκτωναν καὶ τὰ ἔθεταν σὲ ὁρισμένα μέρη τοῦ σώματός τους. Τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ μὲ τὰ ζῶα, σὲ περιόδους κλοπῶν. Τὸ σημεῖο, ἑπομένως, δήλωνε τὸ σημαινόμενο καὶ αὐτό εἶχε τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς κατοχής. Τὸ μυστήριο τοῦ Χρίσματος ἔχει τὴν ἔννοια τοῦ σημείου, ποὺ δηλώνει τὴν εἴσοδο, ἀλλά καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ χώρου, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ὁ χριόμενος. Τὸ Χρίσμα γίνεται ἀμέσως μετά τὸ Βάπτισμα καὶ ἔχει ἐπίσης τὴν ἔννοια τῆς προσφορᾶς τῶν χαρισμάτων στὸ νεοφώτιστο. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστική ἡ φράση τοῦ ἱερέα «σφραγίς δωρεᾶς πνεύματος ἁγίου, ἀμήν».
Στὴν Παλαιά Διαθήκη ἡ χρίση γινόταν μὲ λάδι, γιὰ νὰ ἀναδειχθεῖ κάποιος στὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέα, τοῦ προφήτη ἤ τοῦ βασιλιᾶ. Μὲ τὴ χριστιανική χρίση ὁ πιστός γίνεται παιδί τοῦ Χριστοῦ καὶ μέλος τῆς ποίμνης του. Ἔκτοτε ὁ χρισμένος κοινωνεῖ μὲ τὸν ἄκτιστο Θεό καὶ ἡ θνητότητά του ἀλληλοπεριχωρεῖ στὸν χῶρο τῆς θείας ζωῆς. Κάνει μιὰ νέα ἀρχή, ἡ ὁποία ὀφείλει νὰ ἔχει συνέχεια στὸν χρόνο, μὲ τὴ μορφή ἐνεργοποιήσεως τοῦ νέου τρόπου, τοῦ νέου χρόνου, μέσα στὴ ζωή του, στὴν καθημερινότητά του.
Μὲ τὸ Βάπτισμα ἐπισυμβαίνει καὶ κάτι ἄλλο σημαντικό. Ἐκκε- ντριζόμαστε, μπολιαζόμαστε στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ συντασ- σόμαστε μαζί του, ἐνῶ ἀποτασσόμαστε τὰ ἔργα τοῦ σκότους, τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ἄρχοντα τοῦ σκότους καὶ τῶν μεθοδειῶν του καὶ παράλληλα ἐπιδιώκουμε τὴ συμπόρευση μὲ τὰ ἔργα τοῦ φωτός, τῶν ὁποίων ἀγωνοθέτης καὶ δωρεοδότης εἶναι ὁ ἄρχων τῆς νέας πραγματικότητας, Χριστός. Γινόμαστε μέτοχοι τῆς νέας ζωῆς, ὥστε νὰ ἀποκτήσουμε τὴ δυνατότητα νὰ νικήσουμε τὸν θάνατο. Ὁ θάνατος ἐδῶ δὲν εἶναι τὸ τέλος, ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴ ζωή, ἀλλά ἡ δυνατότητα ἐκνικήσεως τοῦ κακοῦ, ποὺ διαφορετικά ὁδηγεῖ τὴν ὕπαρξη στὸν πνευματικό μαρασμό, στὸ θάνατο.
Τὸ μπόλιασμα ἐν Χριστῷ προσφέρει τὴν αἰσιοδοξία τῆς προσλήψεως Ἐκείνου, ποὺ ἔρχεται σὲ μᾶς, γιατί ὅποιοι κι ὄσοι τὸν παρέλαβαν καὶ δημιούργησαν κοινωνία μαζί Του, τοὺς ἔδωκε τὴ δυνατότητα «τέκνα Θεοῦ γενέσθαι», δηλ. ἄξια παιδιά τῆς ἐπίγειας πραγματικότητας, τῆς ἐδῶ ζωῆς, ἡ ὁποία βρίσκεται ἔξω καὶ μακριά ἀπό κάθε θάνατο. Μένουμε στὸ ἀπυρόβλητο τῶν μηχανορραφιῶν τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ἀγγέλων του, οἱ ὁποῖοι κατεργάζονται κάθε μεθοδεία καὶ πονηρία, γιὰ νὰ μᾶς παγιδεύσουν καὶ νὰ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Στὸχος καὶ ἐπιδίωξη πνευματικῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ παραμονή στὴ ζωή, ποὺ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, ἡ παραμονή χωρίς ἐνεργοποίηση στὴ θεία ζωή δὲν προσφέρει τὴ γεύση στὸ ποτήριο αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὥστε νὰ γίνουμε σύναιμοι καὶ σύσσωμοι, μέσα ἀπό τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Δὲν ὑπάρχει προηγούμενο, ἀλλά οὔτε καὶ ἑπόμενο αὐτῆς τῆς ὕψιστης προσφορᾶς, ὅπου ὁ Υἱός καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ αὐτοθυσιάζεται μὲ τὴν περίφημη καὶ μοναδική ἔκφραση «θύεται ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου».

Ὁ ἱερέας, τὴν ὥρα τῆς Προσκομιδῆς, δηλ. τῆς ἑτοιμασίας τῶν τιμίων δώρων μέσα στὴν Πρόθεση τοῦ ναού, εἶναι ὁ ἐνδιάμεσος, γιατί «ὁ θύων καὶ ὁ θυόμενος, ὁ προσφέρων καὶ ὁ προσφερόμενος» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἀποδεικνύεται ἔτσι, ὅτι τὸ ἠθικό ποιόν τοῦ λειτουργοῦ δὲν ἔχει καμιά ἐπίπτωση στὴν ἐγκυρότητα τοῦ μυστηρίου. Μνημονεύουμε ἐδῶ τὴν ἄποψη τῶν Δονατιστῶν, οἱ ὁποῖοι πίστευαν στὸ ἄκυρο τῶν μυστηρίων, ὅταν αὐτά τελοῦνται ἀπό ἀνάξιους ἱερεῖς. Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, ἐπίσκοπος  Ἱππώνας, πολεμώντας τὴν αἵρεση τῶν Δονατιστῶν, κήρυξε αὐτό  ποὺ καὶ ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρεσβεύει, δηλ.τὴν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων, ὅποια κι  ἄν εἶναι ἡ ἠθική συμπεριφορά τοῦ ἱερουργοῦ.

    Δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ἡ οὐσία τῆς ὀρθόδοξης Λατρείας συμπυκνώνεται στὴ θεία λατρεία καὶ εἰδικά στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Στὴ χριστιανική Ἐκκλησία δύο πράγματα εἶναι σημαντικά καὶ συνέχουν τὴν ὁμάδα τῶν πιστῶν. Ἡ ἐνορία καὶ ἡ θεία Εὐχαριστία. Τὸ εὐχαριστιακό τραπέζι συνηχεῖ πρὸς τοὺς κτύπους τῆς νέας καρδιᾶς, ἡ ὁποία κτυπᾶ ἀκατάπαυστα, χωρίς φόβο στὶς μεθοδεῖες  τοῦ κακοῦ, ἐπειδή «πύλαι ἅδου οὔ κατησχύσουσιν αὐτῆς» δηλ. τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, οἱ κτύποι τῆς νέας καρδιᾶς ἐξακοντίζουν τὸ ζωηφόρον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σὲ κάθε μέλος, ποὺ μπολιάστηκε μὲ τὸ μυστήριο τοῦ θείου Βαπτίσματος.
Ὅμως, ἡ πρόσληψη «σώματος καὶ αἵματος», ὑπό τὰ στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, μεταστοιχειωμένα, δὲν ἐπαρκοῦν ὥστε ὁ πιστός νὰ ἐμφανίζεται ὡς πραγματικό μέλος. Θὰ ὁμοίαζε τότε μὲ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος ἔκρυψε τὸ τάλαντο στὴ γῆ, γιατί ὁ κύριός του ἦταν σκληρός καὶ κακός. Ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ὁ δοῦλος ἦταν ἀμελής καὶ ὀκνηρός. Ὁ πιστός, ὡς πραγματικό μέλος, ὀφείλει νὰ ἐνεργοποιήσει τὴ νέα ζωή, νὰ τὴν φανερώσει στὴν καθημερινότητα τῆς ἀναστροφῆς του «ἐν τῇ θνητῇ σαρκί αὐτοῦ», ὥστε μὲ τὴν πανοπλία τῶν ἀρετῶν καὶ ἰδιαίτερα τὴν προσοχή, κατά τὸ «πρόσεχε σεαυτῷ», ποὺ εἶναι ὁ στολισμός τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ παραμείνει μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ πορεύεται τὸν δρόμο τοῦ νέου χρόνου, ὁ ὁποῖος δὲν ἐκβάλλει στὸν θάνατο, ἀλλά διὰ τοῦ θανάτου ὁδηγεῖ στὴ ζωή καὶ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ χρόνος, γιὰ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι σημαντικός γιατί μ’ αὐτόν σηματοδοτεῖται ἡ ὅποια ἀναφορά τοῦ πιστοῦ στὸν χῶρο της. Μάλιστα, στὴ λειτουργική της πράξη ὑπάρχουν τρία αἰτήματα, μὲ ἀναφορά στὸν χρόνο. Μεταξύ τῶν καταπληκτικῶν αἰτημάτων τῆς προσευχόμενης κοινότητας, ὁ ἐκπρόσωπος- λειτουργός ἐκφωνεῖ: «τὴν ἡμέραν πᾶσαν, ἁγίαν, τελείαν, εἰρηνικήν καὶ ἀναμάρτητον, παρά τοῦ Κυρίου αἰτησόμεθα».
Ἡ εὐχή-παράκληση εἶναι τριττή. Ὁλόκληρη ἡ ἡμέρα νὰ εἶναι τέλεια. Τὸ τέλος ἔχει μέσα του τὴ σκοπιμότητα, τὸν σκοπό, ὅπου τὸ ἄτομο ὀφείλει νὰ ὁδοιπορεῖ τὴν κάθε ἡμέρα, σὲ σχέση πάντοτε μὲ τὴ συνάνθρωπη κοινότητα. Τὸ εἰρηνικό τμῆμα ἀπευθύνεται κυρίως στὴν ἐσωτερική εἰρήνη, τὴν προσωπική, ἡ ὁποία καθιστᾶ τὸ πρόσωπο ἤρεμο καὶ ἀγαπητό, γιατί ἡ γαλήνη, ποὺ τὸ διακρίνει, προκαλεῖ τὴν ἀκτινοβολία τῆς προσήνειας καὶ τῆς προσεγγίσεως. Ἡ εἰρήνη εἶναι ἔννοια καὶ ἔμπρακτη ἐφαρμογή, γιὰ τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Εἶναι κατάσταση νοσταλγούμενη, ἀλλά καὶ γεγονός ζητούμενο.
  Ἐδῶ προβάλλει ἡ ἐξωτερική εἰρήνη. Ἀπό τὴν ἀρχαιότητα μέχρι καὶ στὶς μέρες μας ἡ εἰρήνη εἶναι ὑπόθεση τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι δυστυχῶς ἔχουν ὡς ἔμβλημα τὴ θέση-ἄποψη τῶν Ἰησουιτῶν «ὁ σκοπός ἁγιάζει τὰ μέσα». Τὸ θέμα τῆς εἰρήνης ἡ Ἐκκλησία τὸ πρόσεξε ἰδιαίτερα. Τὸ «εἰρήνη ἡμῖν» ἦταν συνήθης χαιρετισμός τῶν Ἑβραίων, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν χαιρετισμό τῶν Ἑλλήνων, ποὺ ἦταν τὸ «ὑγιαίνετε» ἤ τὸ  «χαίρετε». Ἡ ἑβραïκή λέξη «σαλάμ»= εἰρήνη, ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἐσωτερικῆς γαλήνης καὶ εὐτυχίας τοῦ ἀνθρώπου. Τὸν περίφημο αὐτό χαιρετισμό χρησιμοποίησε καὶ ὁ Χριστός μετά τὴν Ἀνάστασή του.
Χωρίς ἀμφιβολία ἡ εἰρήνη εἶναι τὸ ἀγγελικό μήνυμα στὴ γῆ, κατά τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ: «καὶ ἐπί γῆς εἰρήνη». Πρόκειται γιὰ τὴν ἐσωτερική εἰρήνη τῶν ἀνθρώπων, ἀποτέλεσμα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ κοσμική εἰρήνη. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία εὔχεται «ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου». Ἡ προβολή τοῦ ἐγωισμοῦ, ποὺ ἔχει τάσεις κυριαρχίας, καταστρέφει τὴν κοσμική εἰρήνη καὶ οἱ ἄνθρωποι ὑποφέρουν, γιατί χάνουν τὸ ἀγαθό τῆς εὐημερίας. Τέλος, ἡ ἀναμαρτησία εἶναι ἡ καθ’ ἑαυτό προσοχή τοῦ ἐγώ πρὸς τὸ σύ. Προβάλλει τὸν σεβασμό καὶ τὴν ἀγάπη, γιατί μ’ αὐτό τὸν τρόπο δημιουργεῖται τὸ ἐμεῖς, ποὺ διαμορφώνει τὴν πρόοδο καὶ τὸν πολιτισμό στὴν κοινωνία.
Τὸ δεύτερο αἴτημα ἀναφέρεται στὴν ὑπόλοιπη πορεία μας. Ἡ παράκληση εἶναι χαρακτηριστική: «τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν..». Τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μας εἶναι ἄγνωστο. Βαδίζουμε πάντοτε μὲ τήν ἐλπίδα, γιὰ πρόοδο καὶ υὐγεία, εὐτυχία καὶ χαρά. Ὅμως, δυνατόν νὰ ἔλθουν καὶ τὰ δύσκολα, οἱ θλίψεις καὶ ὁ πόνος. Ἐδῶ, οἱ πτώσεις καὶ οἱ ἀναστάσεις, οἱ ἀποτυχίες καὶ ἡ ἐπανεύρεση τῆς ἰσορροπίας. Παρακλητική, λοιπόν, εὐχή ὁ ὑπόλοιπος χρόνος νὰ εἶναι εἰρηνικός, ἀλλά «ἐν μετανοίᾳ», ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ διαρκῆ ἀνανέωση τῆς σχέσεώς μας μὲ τὸν Κύριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
«Ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ». Τόσο ἡ εἰρήνη, ποὺ εἶναι καρπός τοῦ πνεύματος στὴ ζωή μας καὶ ὄχι ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινων συμμαχιῶν, ὅσο καὶ ἡ μετάνοια, ποὺ ἐκφράζει τὴ μεταστροφή στὸ παλιό, ποὺ μέσα του ἔχει τὴν ἐνοχή, συγκεκριμενοποιοῦνται μέσα ἀπό τὴ χριστιανική ἑορτή. Πρόκειται γιὰ ἔμπρακτη ἐκδήλωση σεβασμοῦ καὶ χαρᾶς γεγονότων σπουδαίων καὶ σημαντικῶν, ποὺ ἐκφέρονται μὲ τοὺς ὕμνους. Τὸ περιεχόμενό τους σχετίζεται μὲ ἔννοιες θεολογικές καὶ ἐγκωμιαστικές. Ἡ Ἐκκλησία, ἀπό τὴν ἀρχή ἀκόμη, χρησιμοποίησε ἄριστα τὸ ὀπτικοακουστικό σύστημα. Ὁ πιστός, ποὺ εἰσέρχεται στὸν Ναό ἀκούει τοὺς ὕμνους «ἐν μελωδίᾳ», ἀλλά παράλληλα ἐκτυλίσσεται στὰ μάτια του τὸ γεγονός ποὺ ἐξυμνεῖται, μὲ τὴν ἁγιογράφησή του.
«Χριστιανά τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά καὶ καλήν ἀπολογίαν, παρά τοῦ Κυρίου αἰτησόμεθα». Τὸ τέλος ἐδῶ συναρτᾶται μὲ τὴν ἔξοδο τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Πρόκειται γιὰ τὸν θάνατο, ὁ ὁποῖος εἶναι κοινός στὸ γένος τῶν βροτῶν. Ὅμως, ὁ θάνατος τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου ἔχει τὸ προη- γούμενο τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπέφερε ράπισμα κατά τοῦ θανάτου καὶ προκάλεσε τὴν Ἀνάσταση. Ἔτσι, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ὑπερτονίζει τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν θεωρεῖ ὡς τὸ κεντρικό γεγονός τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπίδραση τῆς Ἀναστάσεως δὲν εἶναι τυχαία. Ἡ ζωή καὶ ἡ σκέψη ὅλων ἐκείνων, ποὺ διαθέτουν τὸν παλμό καὶ τὴ μεταμορφωτική της δύναμη, στρέ- φονται, ὅπως τὸ ἡλιοτρόπιο, στὴν τροχιά τῆς Ἀναστάσεως.
Ὅμως, παρά τὸ γεγονός αὐτό, ἡ ζωή τραβᾶ τὸν δρόμο της καὶ ἡ κυριαρχία τοῦ θανάτου καλά κρατεῖ. Ὁ κόσμος συνεχίζει καὶ ἰδιαίτερα ὁ ἄνθρωπος νὰ παίρνει τὴ σειρά του, γιὰ νὰ πεθάνει. Ὑπάρχει κάποιο ἀδιέξοδο στὸ γεγονός αὐτό; Γιατί πάντα τὸ μυαλό μας καὶ  ἡ σκέψη μας ἐπιζητοῦν κάποια ἐρείσματα αἰτιολογήσεως στὸ γιατί; Τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι τωρινό. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι κάνουν ἀναφορά στὸν θάνατο τῶν πρώτων μελῶν τῆς κοινότητας. Αὐτός, ὅμως, ὁ ὁποῖος καταγράφει τὸ γεγονός αὐτὸ εἶναι ὁ Παῦλος στὴν πρώτη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του «διά τοῦτο ἐν ἡμῖν πολλοί ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί».(11,30).
Μὲ τὸ τέλος τῆς κυριαρχίας τοῦ θανάτου δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει ἀσθένεια καὶ θάνατος. Ὑπάρχει ὅμως ἐδῶ μιὰ ἄλλη διάσταση. Ἡ νίκη, εἶναι γεγονός, ἀλλά μόνη της καὶ χωρίς τὴ συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου παραμένει ἀνενεργός καὶ ἀτελέσφορη, ὥστε νὰ περιο- ρισθεῖ ἡ ἀσθένεια, ἡ ὁποία, τὶς περισσότερες φορές, ἔχει ρίζες καὶ αἰτίες ψυχικές. Ὁ ἴδιος Ἀπόστολος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του βρίσκεται παγιδευμένος ἀνάμεσα στὸ καλό καὶ τὸ κακό καὶ εὐθαρσῶς διατυπώνει τὸ ἐρώτημα «τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου   τούτου;».

Ἀντιπαράθεση τῶν δυνάμεων καὶ μάλι- στα ἡ ὁμολογία τοῦ θανάτου ὡς δυνάμεως ὑπέρτερης, μέσα στὴ διαμάχη τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.
Ὅμως, ὁ «ἔσχατος ἐχθρός καταργεῖται» μέσα ἀπό τὴ νίκη κατά τοῦ θανάτου καὶ σ’ αὐτή τὴν ἄποψη συνηχεῖ καὶ  ἡ μαρτυρία τῆς Ἀποκαλύψεως  «Ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾋδης ἐβλήθησαν εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός» καὶ λίγο πιὸ κάτω «καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι». Τέλεια, λοιπόν, ἐξαφάνιση τῶν δυνάμεων τοῦ κακοῦ, οἱ ὁποῖες ἀντιστρα- τεύονται ἐκεῖνες τοῦ καλοῦ καὶ ἀκόμη ἐντυπωσιακή εἶναι ἡ φράση τοῦ ἴδιου κειμένου, ὅτι οἱ νεκροί θὰ ἀναμένουν «ἔτι χρόνον μικρόν». Ἡ ἔγερση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ ἡ ἄφιξή του στὴ γῆ, ἀποτέλεσε τὸ «ἀντιλεγόμενον σημεῖον», ἰδιαίτερα στὰ ἄτομα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἀρνούνται τὴν ὕπαρξή του. Ἐδώ, ἡ λογική εἶναι κυρίαρχη δύναμη καὶ ζητᾶ ἀποδείξεις γιὰ νὰ πιστέψει. Οἱ ἀποδείξεις ὑπάρχουν καὶ εἶναι πολλές, ἀλλά ἡ ἀπιστία ἀρνεῖται καθετί, ποὺ ἔχει ὑπερβατική ἀξία καὶ σημασία. Στὴν ἀπιστία καὶ στοὺς ἀδιάφορους ἀνθρώπους στρεφόμαστε κυρίως καὶ βεβαιώνουμε, ὅτι ἡ Ἀνάσταση εἶναι τὸ κορυφαῖο γεγονός τῆς ἐπίγειας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ γεγονός αὐτό μᾶς δίδει τὴν προέκταση τῆς ἐλπίδας, γιὰ μιὰ ἄλλη πραγματικότητα, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἐξέφρασε ὁ Παῦλος «ἄν δὲν πιστέψουμε στὴν Ἀνάσταση, τότε τὸ κήρυγμα καὶ ἡ ὅποια δραστηριότητα στὸ ἔργο μας θὰ εἶναι μάταιη». Κορύφωση τῆς ταπεινώσεως  καὶ τῆς ὑπακοῆς εἶναι ὁ Σταυρός. Στοιχεῖο δυνάμεως καὶ ἐξουσίας θεïκῆς εἶναι ἡ Ἀνάσταση. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος, μὲ τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν, συμπαρασύρεται στὴ δίνη τῆς ἀνέκφραστης ἀνόδου, γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστό.
Τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ τὸν ὁδήγησαν στὸν Σταυρό. Ὁ Σταυρός δὲν ἐκφράζει τὸ μαρτύριο, ἀλλά συμβολίζει τὴ νίκη κατά τοῦ θανάτου. Τὸ κέντρο του (=τὸ κεντρί του) ἔπαυσε νὰ ὁδηγεῖ τὸν θνητό ἄνθρωπο στὴν ἀγνωσία καὶ στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Ἀπέναντι στὸν θάνατο ἀντιφεγγίζει ὁ θρίαμβος τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ εἶναι ἡ τελική χαρά τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἀνάσταση στὸ ἑξῆς εἶναι ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Εἶναι ἡ ὄγδοη ἡμέρα τοῦ τέλους. Στὴν καθημερινότητα εἶναι παροῦσα μὲ τὴ θεία Εὐχαριστία καὶ μὲ τὴν κοινωνία ὁ πιστός ὁδοιπορεῖ στὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη ἔχει ὁριζόντια πορεία καὶ εἶναι χαρακτηριστική ἡ φράση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου «ὅπως τὸ ψωμί γίνεται μὲ τὴ συνένωση πολλῶν κόκκων, ἔτσι καὶ οἱ πιστοί ἑνώνονται σὲ κοινωνία ἀγάπης μὲ τὸν Χριστό».
«Καὶ καλήν ἀπολογίαν». Εἶναι ὁ χρόνος τοῦ τέλους τῆς ὑπάρξεως. Ἡ ἐξόδιος στιγμή ποὺ εἶναι κοινή γιὰ πιστούς καὶ ἄπιστους, δίκαιους ἤ ἁμαρτωλούς.  Εἶναι ἡ πλέον σημαντική συνάντηση μὲ τὸν Δημιουργό τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει δικαιολογία, γιατί ὁ κριτής εἶναι δικαιοκρίτης καὶ ἀπροσωπόληπτος. «Τότε, βίβλοι ἀνοιγήσονται καὶ τὰ κρυπτά δημοσιεύονται». Ἡ ἐπίγεια πορεία καὶ παρουσία εἶναι χρόνος προπαρασκευῆς καὶ ἑτοιμασίας, γι΄ αὐτήν ἀκριβῶς τὴ στιγμή. Τὸ μόνο ποὺ μᾶς μένει, εἶναι νὰ ἐξαγοραζόμαστε τὸν καιρό, νὰ τὸν κάμουμε χρόνο καὶ καιρό σωτηρίας, γιὰ τὴ δική μας ἑτοιμασία καὶ παρουσία. Ὁ χρόνος, ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας, εἶναι τὸ διάστημα τῆς μαρτυρίας καὶ τῶν ἀγώνων στὴν κοινωνία τῶν παθῶν καὶ τῶν δοκιμασιῶν. Εἶναι τὸ καμίνι, μέσα στὸ ὁποῖο δοκιμάζεται, ὅπως ὁ χρυσός στὸ χωνευτήρι, ὅπου ἀποκαθαίρεται ἀπό τὰ δευτερεύοντα στοιχεῖα. Ἔτσι, ἡ ἔξοδος, ὅταν θὰ ἔρθει ἀπό τὴ σκηνή αὐτοῦ τοῦ κόσμου, νὰ γίνει εἴσοδος στὴ δόξα καὶ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, «ἔνθα τῶν ἑορταζόντων ἦχος ἀκατάπαυστος».
Ὁ χρόνος, λοιπόν, ἀντικειμενικός ἤ ὑποκειμενικός, εἶναι ἡ διάρκεια τῶν ἐναλλαγῶν τῶν ἐποχῶν ὅπου ἡ φύση ἀνίσταται καὶ πεθαίνει, προσφέροντας τοὺς εὔχυμους καρπούς, τροφή ἀπαραίτητη τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ζώων, ἀλλά καὶ τοὺς εἰρηνικούς ὄμβρους, μὲ τοὺς ὁποίους ἡ φύση ὁλόκληρη συντηρεῖται στὸ εἶναι. Κι  αὐτός, ποὺ παραμένει ἀνεπηρέαστος, ἀπο τὴν ὅποια ἐναλλαγή εἶναι ὁ Δημιουργός, ὡς Χρονοκράτορας, ποὺ σὲ τελική ἀνάλυση εἶναι ὁ ἴδιος ὁ χρόνος. Δὲν γηράσκει καὶ δὲν μεταβάλλεται. Παραμένει ἀναλλοίωτος καὶ ἀμετάβλητος στὴν πορεία τὴ χρονικὴ καὶ εἶναι ἐντυπωσιακή ἡ φράση τοῦ Ιώβ, ἀναφερόμενος στὸν Παλαιό τῶν Ἡμερῶν. «Χίλια έτη –στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ-, εἶναι ὅπως ἡ χθεσινὴ ἡμέρα, ἥτις διῆλθε ἐν φυλακῇ καὶ νυκτί».

      
                   "Ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερών", νωπογραφία τοῦ 14ου αι.
               Ἀπὸ τὸ Ubisi τῆς Γεωργίας
 ΣΗΜΕΙΩΣΗ: "Ο Πάτμιος" ευχαριστεί θερμά τον κ. Νικόλαο Πάσσα, Καθηγητή-Βυζαντινολόγο, για την  αποστολή του ανωτέρω κειμένου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου