Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό


Γούμενε, τυρί, Κολοκοτρώνης
Γράφει Δημήτρης Νατσις, Δάσκαλος Κιλκίς
Τ γράφω κα τ ξαναγράφω ν εδει λυγμο πλέον: «λα τ θνη γι ν προοδεύσουν πρέπει ν βαδίσουν μπρός, πλν το λληνικο πο πρέπει ν στραφε πίσω», κατ τ ειθαλ λόγο το θηναιογράφου Δημήτρη Καμπούρογλου.
Πίσω,
χι ς στείρα προγονολατρία κα μίζερη καημενολογία γι περασμένα μεγαλεα, λλ  γι ν ναπνεύσουμε λίγο, ν στυλωθομε κα πάλι στ πόδια μας, ν ποτινάξουμε τ σάβανα τς ντροπς κα τς νοχς πο μς φόρτωσαν ο νθρωποκάμπιες πο «ρίζουν» τς τύχες το τόπου κα το κόσμου.
«Ε
μαστε λας μ παλικαρίσια ψυχ» μς κανοναρχοσε Σεφέρης, δν πέρασαν πολλ χρόνια π τότε. Κα τν ψυχή μας, τν κατάλυτη, τν ρωμαίικη, δν θ τν «ματαβρομε», ταν θ λθει «νάπτυξη» κα ο λεημοσύνες π  τν Ερωπαϊκ Ε-κκ-νωση, λλ ταν «γροικήσει», «τί χασε, τί εχε, τί τς πρέπει», ψυχή μας, γεμάτη μπάζα κα σκύβαλα.
χι τι τ παρελθν ταν παραδείσια ζωή. Δν τ ξωραΐζουμε. Κα ο παλιοί, «ο ρχαοι νθρωποι» το Κόντογλου, εχαν τ πάθια κα τος καημούς τους κα πλεόναζεν μαρτία, λλ πρχε μία ρχοντιά, μία πνευματικότητα γνήσια κα κίβδηλη, πίστη κα μετάνοια δν τος λειπαν. Μ ατς γαλήνευε ψυχή τους. Μ’ ατος τος δικούς μας νθρώπους πρέπει ν....
ξαναμιλήσουμε.Ν
κούσουμε τς ρμήνειές τους, τς συμβουλές τους, ν δομε τν ζωή τους, ν γνωρίσουμε τν λλάδα, τν πραγματική, τν ληθιν πατρίδα μας, ατ πο γέννησε μήρους, Χρυσοστόμους κα Παλαιολόγους κα Κανάρηδες, νθρώπους πο μοσκοβολνε σν τ Τίμιο Ξύλο κα χι τ τωρινό, μουχλιασμένο ποφόρι τν Φράγκων κα τν μέτερων μασκαράδων. «π στερι κι π θάλασσα βγαίνει φων κα βόγγος: θέλουμε ν ζήσουμε λληνικά! λλάδα χωρς ζω λληνική, εναι λλάδα πεθαμένη». Λόγια του Κόντογλου. (ποιος διάβασε τ «Ελογημένο Καταφύγιο» θ καταλάβει τ  γιατί ο συνεχες παραπομπς στ μεγάλο Δάσκαλο το Γένους).
Συνηθίζω μ
ς στν τάξη - φέτος διδάσκω Στ’ Δημοτικο- «ν προβάλλω» στος μαθητές μου τος ρωες το Εκοσιένα. ξάλλου στορία πο διδασκόμαστε σ ’ατν τν τάξη εναι νεώτερη στν ποία κυριαρχε Ελογημένη πανάσταση. νθουσιάζονται τ παιδιά, ταν κονε λόγια κα πεισόδια τς ζως τν γωνιστν, πο διασώθηκαν στν τότε λαϊκ γλώσσα κα χι στς ψυχρς κα ψυχες ρχαϊκορες τν γραμματιζούμενων.
λλ δ παιτεται μία πεξηγηματικ παρένθεση. Εναι γνωστ πς μετ τν πελευθέρωση τ θνος πρεπε ν ργανωθε κατ τ πρότυπά της πεφωτισμένης Δύσης, στε ν καταστε «φάμιλλον» ατς. σaτανικς ατς ξευρωπαϊσμς περνοσε κα μέσα π τν γλώσσα. ντ ν χρησιμοποιηθε λαϊκ γλώσσα, τ φυσικ δοκιμασμένο ργανο πικοινωνίας στν καθημεριν ζω τν λλήνων, πιστρατεύεται πολιθωμένη λογία.
Ο
καλαμαράδες, ο ψαλιδόκωλοι -ο περισσότεροι ρθαν στν λλάδα μετ τν νοπλη ξέγερση -χουν τυφλωθε π τν δέα το νεοκλασικισμο κα υοθετον μία γλώσσα κατανόητη π τ σύνολο το γράμματου τότε λαο. πιπλέον ο γωνιστς παραγκωνίζονται κα περιφρονονται, ο πίκαιρες κρατικς θέσεις καταλαμβάνονται π τος «σπουδαγμένους» κα  γλωσσομαθες.
Γι
τν «προσφορ» τος γράφει Μακρυγιάννης: « φεντιά σας, ο ξενοφερμένοι πατριτες, εστε κα ο πρτοι πολιτικο κα ο δεύτεροι κα ο τρίτοι κα ο τέταρτοι κα ο πέφτοι κα ο χτοι κι κόμα ες λα τ πράγματα τς πατρίδας. ν εχετε ρετ κι μόνοια, γένονταν ατά; Διατιμιόταν (=καταστρεφόταν) τ δυστυχισμένο, τ  θο θνος; Μπαίναν λοι ο μπερμπάντες παντο». (πομνημονεύματα).
γεμάτη θυμοσοφία, πιγραμματικότητα κα ζωντάνια γλώσσα το Μακρυγιάννη, γλώσσα το λαο δν ταιρίαζε στος λογιότατους κα σοφολογιότατους, τύπου Κορα, τς ποχς, ο ποοι πασχίζουν ν ναστήσουν τν ρχαία λληνική. Μακρυγιάννης ετυχς κατσε κα μαθε λίγα κολυβογράμματα, γι ν μν τρέχει στος καφενέδες-πως γράφει- κα διέσωσε τν ριστουργηματικ λόγο τν γωνιστν.
Τ
πομνημονεύματα μως λλων καπεταναίων εναι παγορευμένα στος γραμματικούς, ο ποοι τ μετέφεραν στν λόγια γλώσσα. Τ νερο, τ πάθος, μεγαλοσύνη τν γωνιστν μπροστ στν κίνδυνο, στ μάχη, στν θάνατο, γίνονται φιλολογία τυποποιημένη, μεγαλοστομία, φραστικς τραγέλαφος.
 Ο Τερτσέτης,
ποος δν κατέγραψε τ «πομνημονεύματα» το Κολοκοτρώνη, στν γλώσσα το Γέρου, διασώζει τ ξς χαρακτηριστικ πεισόδιο: Κολοκοτρώνης εχε πολλς φορς γανακτήσει π τ πομπώδη κα φλύαρα κείμενα τν γραμματικν του.
Κάποτε περνώντας μ
τ’ σκέρι το νύχτα κοντ στ μοναστήρι τς Βελανιδις, πρόσταξε τν γραμματικό του ν γράψει να μήνυμα πρς τν γούμενο, γι ν το στείλει τυρ πο χρειαζόταν τ καταπονημένο στράτευμα. λογιότατος γέμισε δύο-τρες σελίδες κατεβατό. Μ τ κομψά του γράμματα, τος κούφιους τίτλους κα τς δασκαλικς περιττολογίες.
 -«
κόμα μωρέ;» τν ρώτησε Κολοκοτρώνης, βλέποντας τν ν δρώνει κα ν καθυστερε. Παίρνει τ χαρτί, βλέπει τ κατορθώματα το γραμματικο κα φρίττει. Σκίζει να κομμάτι χαρτ κα γράφει διος τ λακωνικ μήνυμα, τρες λέξεις λες κι λες, στ μοναστήρι: «Γούμενε, τυρί, Κολοκοτρώνης». Σ μία ρα εχαν καταφθάσει ο τενεκέδες μ τ τυρί.
Νόστιμο κα
χαριτωμένο εναι κα τ παρακάτω πεισόδιο, πάλι π τν Κολοκοτρώνη. Τέτοια περιεχαν τ παλαιότερα βιβλία γλώσσας, λλ τ νεοταξικ κηφηναρι τ  ξοβέλισε π τ βιβλία γι ν «χωρέσουν» ο 35 συνταγς μαγειρικς πο φιλοξενον τ «περιοδικ ποικίλης λης», πως προκάλυπτα νομάζω τ νν γλωσσικ γχειρίδια.
«Κατ
τν φιξη το θωνα στν Τριπολιτισ γινε δοξολογία πανηγυρικ κα στερα μίλησε λογιώτατος δάσκαλος Λουκς στ λα κα στ στρατ πο εχαν συγκεντρωθε στν Πόρτα τ’ ναπλιού. φο επε πολλ κα καταλαβίστικα λογιώτατος βάζει μία φων στ πλθος τν φουστανελάδων γωνιστν:
ρ κροτοβόλει!
λλ κανες δν καταλάβαινε. Τ επε μία, φώναξε δύο, ο Μωραϊτες κοιτοσαν νας τν λλο σαστισμένοι. σπου κούγεται π να χαγιάτι βροντερ φων το Κολοκοτρώνη:
-Φωτι
ρέ!
Κα
τότε δείασαν ορταστικ στν έρα τουφέκια κα πιστόλες». (Κ. Σιμόπουλου, « Γλώσσα κα τ Εκοσιένα», κδ. «ΣΤΑΧΥ», σέλ. 63). Κα να πόσπασμα π τ περίφημο γράμμα, πο στειλε τ λιοντάρι τς Γραβις, δυσσέας ντροτσος, στν ναστάσιο Λόντο. «Τν περισσότερο καιρς τς ζως μου πο τν πέρασα; Τν πέρασα σκοτώνοντας Τούρκους. Τν πέρασα ες τ σπήλαια κα ες τ βουνά, στ καρτέρια τν δρόμων. Ο λόγγοι κα τ γρια θηρία εναι μάρτυρες τι δυσκόλως φευγε Τορκος π τ χέρια μου ν ζύγωνε καμμι πενηνταρι ργιές».
(Κάτι τέτοια
μορφα λόγια μπορε δάσκαλος ν τ ναθέτει γι ρθογραφία στος μαθητς το-ρθογραφία πο καταργήθηκε ς διδακτικ δραστηριότητα πως κα καλλιγραφία. Τ κέρδος εναι πολλαπλό: πομνημονεύουν ο μαθητς σπουδαία λόγια ρώων, λευθερωτν μας κα περιορίζεται κίνδυνος ν καταντήσουν, αριο-μεθαύριο, θνομηδενιστς κουκουλοφόροι, ταμπουρωμένοι σ κάποια «βίλα»).
Κα
γι πίλογο κα πάλι Θοδωρς Κολοκοτρώνης, τ θάνατο Εκοσιένα διδάσκει κα παρηγορε στος σακάτικους καιρούς μας. Διαβάζεις κα π τν μία ασθάνεσαι σμν εωδίας κα λεβεντις κα π τν λλη σκέφτεσαι κα ηδιάζεις μ  τος νεπρόκοπους γυμνοσάλιαγκες τς σήμερον. ντιγράφω π τ περιοδικ «ΓΝΩΣΕΙΣ». (τεχος 3, 1958, σέλ. 46).
«
Κολοκοτρώνης εχε συνείδηση τς λιτότητας τς μεγάλης ατς κα πατροπαράδοτης λληνικς ρετς, ατς πο χει νεβάσει τ φτώχειά μας στν περιωπ τς περηφανείας, γιατί εναι συγχρόνως κα μία θικ νίκη κατ το λισμο. «Τν 20ην ουλίου 1821 συνέτρωγαν Δημήτριος ψηλάντης κα Κολοκοτρώνης στος σκιους τν δέντρων το στρους. Γίδα ψητ στρωμένη σ φύλλα, σκ μ ρετσινόκρασο, μισ φλασκ γι ποτήρι κα μαρο ψωμ ταν τοιμασία το γεύματος. ταν κάθησαν, κόβοντας Κολοκοτρώνης τ ψητ μ τ χέρια του, επε στν ψηλάντη: «Ατ εναι τ χρυσ πηρούνια κα τ χρυσ μαχαίρια τς λλάδας κα ατ τ ρετσινάτο εναι τ πολύτιμα κρασιά της». ρεσε στν φιλόπατριν ψηλάντην τ γεμα το Κολοκοτρώνη, πειδ ννόησε τ πνεμα του. θελε ν τν προλάβει Κολοκοτρώνης μ μάθημα, ατν ναθρεμμένον μ λην τν πολυτέλειαν τς εζωϊας, κα ν το εκονίσει τς δεινοπαθείας το λληνικο γνος».
Παράδοση ε
ναι ζωνταν φων τν κεκοιμημένων κα Κολοκοτρώνης συνεχίζει τίς… παραδόσεις του στ Γένος.
πηγη
http://www.pentapostagma.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου