Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Τὸ καντήλι τῆς θυσίας


Τὸ καντήλι τῆς θυσίας δ σβήνει…
 χάρη σ μια γερόντισσα
Το Μανόλη Παντινάκη
Κάθε μέρα θ μπε στ γιασμένο κοιμητήριο στ «χωρι τν έρηδων κα τς φωτις» τν Κρύα Βρύση Ρεθύμνου, κα θ μιλήσει μ τος 35 θνομάρτυρες. Θ τος ρωτήσει λευθερία Κανακάκη, σεβάσμια ρχόντισσα «πς εναι ζω στν κόσμο πο εναι», κι ν Θες τος «χει βάλει σ ξεχωριστ θέση». Θ τος πε γι τ νέα του χωριο κι στερα μ τν πρέπουσα τιμ θ τος νάψει τ καντήλι κα θ τος λιβανίσει. Τν πομένη θ ξαναμιλήσει μαζί τους… Ατ συνάντηση ρχισε κα δν τελειώνει παρ μόνο ταν θ τν τελειώσει θάνατος.
παφ εναι καθημεριν πρω πόγευμα, κα πολλς φορς κα πρω κα πόγευμα, κα χει διάρκεια δεκαετιν πο οτε κα δια θυμται! Σίγουρα, πάντως, τ δρομολόγιο εναι πλέον το μισο αώνα κα τ καντήλι τν νεκρν ποτ δν σβησε. Τ θυμίαμα εναι βαθι εγνωμοσύνη στος ρωες κα ναβλύζει π τς ψυχς τν ζωντανν. Μένουν αώνιοι…
“Από πο
πηγάζει ατ τ καθκον;” – τ ρωτς κα σο δίνει ατόματα τν πάντηση – κα εναι ελικρινής: 
«λήθεια δ θυμομαι π πότε ρχισα ν μπαίνω σ’ ατ τ χρο. ‘Ημουνα κοπελι κι....
 μπαινα στ κοιμητήριο. λίμονο μς ν ξεχάσουμε τσ νεκρούς μας. γ τ θεωρ μεγάλη ποχρέωση…»Κα βέβαια ατ γερόντισσα μ τ μεγάλη καρδι μπαίνοντας στ θυσιαστήριο, κε πο κάηκαν ζωντανο μ τν πι φρικτ τρόπο ο νθρωποι τς Κρύας Βρύσης στς 22 Αγούστου το ’44, π τ στρατεύματα το χιτλερικο φασισμο, τραντάζεται! Τ βιώματά της εναι σκληρ κα θ τν κολουθον μέχρι κα τν τελευταία της ναπνοή
ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ ΝΑ ΜΗ ΣΒΗΣΕΙ ΠΟΤΕ…
νήκει κα ατ μεγαλόψυχη γερόντισσα στ γενι πο μεγάλωσε «στ φωτι κα στ τσάλι», στ δεκαετία το ’20, πο πορεύτηκε δρόμους μεγάλους μ κοφτερ πετράδια λλ ν κα πληγωμένη ντεξε μ δυναμισμ κα ξιοπρέπεια. Κα εναι μία γυναίκα, πο παρ τ χρόνια της, εναι γεμάτη ζωντάνια κα νθουσιασμ λς κα διάγει τ νεότητά της…
«Θέλω ν μ σβήσει ατ τ καντήλι στ κοιμητήριο», λέει. «Μέσα τσι σκοτωμένους», συνεχίζει, «χω δερφό, χω συγγενες, χω χωριανος πο ολοι στ χωριό, λίγο-πολ συγγενες εναι. Τσ σκοτώσανε δικα τν δίκων, τανε θοι νθρωποι ο κακομοίρηδες».
-
σως λλοι ν μν ντέχουν μέσα στν τόπο τς θυσίας…
«Μπαίνω μέσα κα ψυχή μου γίνεται μαύρη. Συνήθισα, μως, τόσα χρόνια κα δ μπορ πι ν μν πάω. ς μ πονον κα τ πόδια μου! Θέλω τ καντήλι ν μ σβήσει ποτέ. λλ ο παλις πο εχανε τσ σκοτωμένους ποθάνανε, φύγανε κα τ κοπέλια τους δν εναι στ χωριό. Ν τος χουμε στ νο μας πάντα…»
Θ
μποροσες μ’ ατ τς γυναίκα τς γνησιότητας, ν συζητς ρες τέλειωτες κα ν μ χορταίνεις τ νέκταρ τς σοφίας της κα τν βιωμάτων της. Κι μως, ατς ο ριστοκράτισσες τς πλότητας σιγ-σιγ βάζουν τελεία σ μία ρωικ ποχ κα νιώθεις ν ξεκολλ π τ ζωή σου να θεμέλιο. Τί ν πομε γι’ατ τν πολύπαθη λεβεντογυναίκα, πο γεύτηκε τν κατοχικ βαρβαρότητα κα θρήνησε στς μαρες ποχς δέλφια, συγγενες κα χωριανος ρωες; Τί λλο ν πε ατς βράχος τς ζως; στραπιαία θ ταιριάξει τος στίχους:
Ολα μου τ παραίτησα
κα πράμα δν θυμομαι,
στ βάσανα βραδιάζομαι
κα στσι καημος κοιμομαι.
ΠΗΓΗ: madeincreta
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2012/11/blog-post_2889.html#more

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου